4.2.24

μνήμη μαρίας λαϊνά (1947 - 2023)




 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κύκλος 6ος [απόσπ.]

 

Σ’ αυτό το άσπρο μουγγό τοπίο

που η ομίχλη καληνυχτίζει το σπίτι

τα μακρινά βράδια του ελαφιού

κράτα μου συντροφιά

κι άσ’ τη σκιά μου να θαφτεί στο χιόνι

πιο μαλακό από καλοκαιριάτικη νύχτα

 

(Επέκεινα, 1970)

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μετατόπιση

 

Αν θέλω να φχαριστηθώ μεγάλους χώρους

γυρεύω ένα διάστημα ανάστροφο

μπροστά μού επιτρέπουν μόνο μια στιγμή κάθε φορά.

Γιατί όλα ξεκινούν από τον ήχο

ενός μικρού ελατήριου

μέσα σου

αδέσποτου

τον ήχο μιας μικρής βελόνας

που σπάζει το φως

και σε ρίχνει

στην άλλη μεριά την κρυμμένη.

Λοιπόν φέρνομαι σαν τα καγκουρώ

απομακρύνομαι απ’ το σημείο μου

με θεόρατα πηδήματα

χωρίς βαρύτητα.

 

(Αλλαγή τοπίου, 1972)

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Απόγευμα

 

Αυτό το μέρος της γης είχε μια μικρή βροχή·

έγιναν όλα με μιαν ήσυχη επιμονή.

Ανεβαίνοντας η σκιά μέχρι

το στραγγισμένο χρώμα του βουνού

ανάσανε φρεσκολουσμένη.

 

(Σημεία Στίξεως, 1979)

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[«Επειδή απόψε...»]

 

Επειδή απόψε

περνούσε με άμαξα μπροστά στο καλοκαίρι

κι ένιωθε την ανάγκη να ξεχάσει

ότι στα όνειρά της ήταν πάντα ένα δέντρο

ένα απ’ τα πολλά

γεμάτη δάκρυα

και τώρα επιστρέφει.

 

(Δικό της, 1985)

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μότσαρτ

 

Θυμάμαι λίγο

μια άμαξα στενή πάνω στη γέφυρα

μαύρο νερό

μια τρομερή μαύρη βάρκα

ένα θαμπό γυάλινο κλάμα.

 

Προσθέτω ένα δυνατό συναίσθημα απόλαυσης

σαν το κουπί που λάμνει όλο και πιο πέρα.

 

(Ρόδινος Φόβος, 1992)

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

1 [απόσπ.]

 

Ζω εδώ

όπως τα έντομα ζουν εδώ

για τη δροσιά της νύχτας

 

(Εδώ, 2003)

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Όχι εγώ [απόσπ.]

 

Δύσκολα θυμάσαι

ότι το τώρα

δεν θα ξανάρθει

όλο τον καιρό

και τον επόμενο

σαν πέτρα

σαν χιόνι σαν ήλιος στην πέτρα

 

(Ο Κήπος – Όχι εγώ, 2005)

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

[«η σκιά φτάνει...»]

 

            η σκιά φτάνει

ώς το ταβάνι

τα δοκάρια την κάνουν κομμάτια

 

το ρολόι λούζει το κρεβάτι

ο φόβος μ’ έχει συνεπάρει

 

(Μικτή τεχνική, 2012)

 

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Με χτύπησε στο πρόσωπο

 

η σκόνη του ήλιου

ο πυρετός του φεγγαριού.

Χτυπάει η φλέβα του καλοκαιριού·

εν αναπαύσει ο πάνθηρας

η βελουδένια χάρη του

η τρομερή στιλπνή του ρώμη.

 

(Ό,τι έγινε – άνθρωποι και φαντάσματα, 2020)

 

~ Στο "The Books' Journal" του Ιαν. 2024, αποχαιρέτησα την σπουδαία ποιήτρια –που έγραψε επίσης θεατρικά έργα, υβριδικά πεζά, και παιγνιώδη δοκίμια ιδιαίτερης σημασίας– με ένα ποίημα από κάθε ποιητικό βιβλίο της (εκτός από το πρώτο, το οποίο επέλεξε να μην ξανατυπώσει ποτέ). Τα βιβλία της είχαν πρωτοκυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κέδρος, Κείμενα, Στιγμή, Καστανιώτη και Πατάκη· σήμερα, η ποίησή της της περιόδου 1970-2012 καθώς και η τελευταία συλλογή του 2020, κυκλοφορούν από τις εκδ. Πατάκη.

Ενώ στην εφημερίδα "Το Βήμα", στις 31.12.2023, μετά από πρόσκληση του Γρηγόρη Μπέκου -σε ένα αφιέρωμα στην μνήμη της Μ.Λ. στο οποίο συμμετείχαν επίσης η Μαίρη Γιόση, η Μάνια Μεζίτη, και ο Αργύρης Παλούκας-, τέσσερις μόλις μέρες μετά τον θάνατό της, ο νωπός αποχαιρετισμός μου είχε την μορφή αυτού του σύντομου κειμένου:

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΩΜΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

«Μέχρι διακόσιες λέξεις, μες στις επόμενες οκτώ ώρες.» Αν έπιανε τ’ αυτί της την διατύπωση της πρόσκλησης για τούτο το νεύμα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης, η Μαρία Λαϊνά θα ενέκρινε οπωσδήποτε την βραχυλογία – αν κι ίσως να προέκρινε την σιωπή. Και αν μάλλον δεν θα συναινούσε στην ταχύτητα (ως συγγραφέας αργής κυοφορίας, επίπονης σμίλευσης έως την λεπτότερη υφή), πιθανότατα θα επικροτούσε τον αιφνιδιασμό· το ακαριαίο ως ευκταίο – και αναπόφευκτο.

Τα περισσότερα ποιήματά της μάς εμφανίζονται ως παρουσίες άρτιες και πλήρεις που αίφνης στέκουν μπρος μας. Και επιβάλλονται με τα μουσικά σφυράκια των λέξεών τους – ακόμα και όταν μοιάζουν να μην το επιθυμούν. Όμως, αν η Μαρία Λαϊνά υπήρξε (από το 1970 ώς σήμερα) εκ των κορυφαίων ποιητριών της πύκνωσης –πύκνωσης που δεν είναι διόλου ερμητική, παρά μόνο η βέλτιστη εξεικόνιση της ουσίας–, παραλλήλως, στα πεζά της κείμενα –υβρίδια θεατρικού μονολόγου και εσωτερικής αφήγησης–, μας έδειξε την δύναμη του αργού ξεδιπλώματος. Στα δε δοκίμιά της, μετήλθε έναν τρίτο τρόπο: της παιγνιώδους περιδιάβασης (ίσως κατά το πρότυπο των αγαπημένων της Ιαπώνων) ανάμεσα σε αφορισμό, ανάμνηση, διήγηση, και ανθολόγηση ποιημάτων που αφειδώλευτα θαύμαζε.

Όσοι/ες γράφουμε ποίηση σήμερα, και –κυρίως– όσες/οι διαβάζουμε ποίηση, της χρωστάμε πολλά. Όχι μόνο την κατάδειξη του πόσο πολύ, πάλλον σώμα μπορεί να βαστήξει το μικρότερο δοχείο. Αλλά και την σθεναρή, σταθερή υπεράσπιση (επανειλημμένως εκφρασμένη στα κείμενά της και στις συνεντεύξεις της, και αενάως διακηρυσσόμενη μέσω των ποιημάτων της) της ποίησης ως τέχνης, και μάλιστα τέχνης διπλά απαιτητικής – παρότι είναι πλασμένη με το πιο κοινόχρηστο υλικό: τις λέξεις. Απαιτητικής όχι από βίτσιο ή «ελιτισμό». Αλλ’ απαιτητικής, φυσικά (καθότι τέχνη), στην γραφή της, που ταλανίζει την ποιήτρια ώς το τέλος, όμως χωρίς ν’ αφήσει ούτε ίχνος της βασάνου αυτής μέσα στο ποίημα. Και απαιτούσας να την προσεγγίζουμε με ησυχία και προσοχή: προετοιμασμένοι· προπονημένοι. Να την προσεγγίζουμε, όχι περιδεείς, μα με την αφιέρωση και με την θέρμη της βαθειάς συνάντησης.

 

~ Τις φωτογραφίες της Μαρίας Λαϊνά είχα τραβήξει τον Δεκέμβριο του 2006, στο "blinddate#12" και στην ταβέρνα του Οικονόμου. Στο "blinddate#12", στο υπέροχο κτίριο της κλειστής από χρόνια "Palco", ο επιμελητής της έκθεσης Αντώνης Βολανάκης με είχε προσκαλέσει να συμμετάσχω αλλά και να επιλέξω τις/τους άλλες/ους πέντε συγγραφείς (Μαρία Λαϊνά, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Γιώργος Συμπάρδης, Θανάσης Χειμωνάς, heimkurst) που θα συνεργάζονταν με έξι εικαστικούς (Αλέξανδρος Αποστολίδης, Αντώνης Βολανάκης, Μαίρη Κόντη, Μαρία Νυμφιάδη, Μαρί Πασχαλίδου, Λία Πέτρου) για την επιτόπου δημιουργία έξι εγκαταστάσεων, στα δωμάτια του τελευταίου ορόφου του κτιρίου.

(Περισσότερες φωτογραφίες μου από εκείνη την έκθεση, βρίσκονται στους ακόλουθους τρεις συνδέσμους: ο χώρος, η προετοιμασία, οι έξι εγκαταστάσεις.)

1.2.23

λεπτομερής παρατήρηση, διανοητική πειθαρχία


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σπού­δα­σα βιο­χη­μεία και μο­ρια­κή βιο­λο­γία. Θα μπο­ρού­σα εξί­σου –αν όχι και προ­σφυ­έ­στε­ρα στα εν­δια­φέ­ρο­ντά μου και στην κλί­ση μου– να έχω σπου­δά­σει γλωσ­σο­λο­γία ή ιστο­ρία της τέ­χνης. (Έχο­ντας επι­λέ­ξει την ποί­η­ση από πο­λύ νε­α­ρή ηλι­κία, δεν επι­θυ­μού­σα να σπου­δά­σω φι­λο­λο­γία.) Σμί­γο­ντας βιο­λο­γία και ποί­η­ση, θα μπο­ρού­σε να συ­μπε­ρά­νει κά­ποιος πως με είλ­κε η με­λέ­τη της ζω­ής: τό­σο στο μι­κρο­σκο­πι­κό επί­πε­δό της, όσο και με τον ολι­στι­κό­τε­ρο τρό­πο της ποί­η­σης. 

Πι­θα­νώς η με­λέ­τη των κυτ­τά­ρων και των βιο­μο­ρί­ων να με δί­δα­ξε την λε­πτο­με­ρή πα­ρα­τή­ρη­ση και την ψυ­χρή κα­τα­γρα­φή χω­ρίς, εν πρώ­τοις, πρό­θε­ση ερ­μη­νεί­ας. Μό­νο με­τά την συλ­λο­γή των στοι­χεί­ων, θα έλ­θει η από­πει­ρα σύν­θε­σής τους. Και μό­νο με­τά την σύν­θε­ση, θα εξε­τα­σθεί η συμ­φω­νία τους με την αρ­χι­κή υπό­θε­ση ερ­γα­σί­ας, ή θα δια­πι­στω­θεί η ανά­γκη επε­ξερ­γα­σί­ας μιας νέ­ας θε­ω­ρί­ας που να τα πε­ρι­λαμ­βά­νει και να τους απο­δί­δει μια θέ­ση σύμ­φω­νη με την αρ­χι­κή τους πα­ρα­τή­ρη­ση, χω­ρίς να τα βιά­ζει ή να τα αγνο­εί.

Μό­νο με­τά την συλ­λο­γή λέ­ξε­ων και φρά­σε­ων, δο­κι­μά­ζε­ται (πά­λι και πά­λι) το χτί­σι­μο του ποι­ή­μα­τος. Και μό­νο με­τά την κα­τα­σκευή του, ελέγ­χε­ται η θέ­ση του εντός της τρέ­χου­σας ποι­η­τι­κής δη­μιουρ­γί­ας: τό­σο της προ­σω­πι­κής, όσο και της ευ­ρύ­τε­ρης (ελ­λη­νό­γλωσ­σης και όχι μό­νο), και μά­λι­στα ως από­λη­ξης μιας ιστο­ρι­κής δια­δρο­μής (της «πα­ρά­δο­σης»). Και αξιο­λο­γεί­ται η θέ­ση του ποι­ή­μα­τος ανά­με­σα σε­ άλ­λα ­ποι­ή­μα­τα (π.χ. ενός σχε­δια­ζό­με­νου βι­βλί­ου). Τό­τε εν­δέ­χε­ται να δια­πι­στω­θεί η ανά­γκη δη­μιουρ­γί­ας ενός νέ­ου πλέγ­μα­τος σχέ­σε­ων: όταν πλέ­ον τα ίδια τα ποι­ή­μα­τα υπα­γο­ρεύ­ουν άλ­λες συν­δέ­σεις με­τα­ξύ τους. (Πα­ρο­μοί­ως, μό­νο με­τά την προ­σε­κτι­κή συλ­λο­γή ανα­γνω­στι­κών στοι­χεί­ων μπο­ρεί να προ­χω­ρή­σει η κρι­τι­κός στην διε­ρεύ­νη­ση ενός σχή­μα­τος που να τα αξιο­ποιεί χω­ρίς να τα πε­ρι­φρο­νεί προ­σπα­θώ­ντας να τα υπο­τά­ξει σε μια προ-επι­λεγ­μέ­νη θε­ω­ρία.)

Ει­κά­ζω επί­σης πως η πει­ρα­μα­τι­κή μέ­θο­δος των θε­τι­κών επι­στη­μών, κα­θώς και οι οι­κεί­ες τους ανα­λυ­τι­κές και συν­θε­τι­κές επε­ξερ­γα­σί­ες, που αφε­νός προ­ϋ­πο­θέ­τουν την διά­κρι­ση των ση­μα­ντι­κών από τα δευ­τε­ρεύ­ο­ντα, αφε­τέ­ρου δεν επι­τρέ­πουν να πα­ρα­με­λη­θεί –πό­σο μάλ­λον να αγνοη­θεί– το πα­ρα­μι­κρό, με άσκη­σαν σε μια δια­νοη­τι­κή πει­θαρ­χία χρή­σι­μη στην ποι­η­τι­κή δη­μιουρ­γία. Δη­λα­δή στο πλά­σι­μο ενός έρ­γου – πλά­σι­μο που εντέ­λει μοιά­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο με κα­τα­σκευή όπου η ση­μα­σία κά­θε στοι­χεί­ου (οσο­δή­πο­τε ασυ­νεί­δη­τα γεν­νη­μέ­νου) εί­ναι σο­φά υπο­λο­γι­σμέ­νη, και λι­γό­τε­ρο με ένα νε­φε­λώ­δες, αυ­το­φυ­ές μόρ­φω­μα (ένα δώ­ρο κά­ποιας στιγ­μιαί­ας «έμπνευ­σης»). Η δε ση­μα­σία αυ­τής της δια­νοη­τι­κής πει­θαρ­χί­ας στην κρι­τι­κή έρ­γων, την οποία επί­σης ασκώ, μου φαί­νε­ται ακό­μα προ­φα­νέ­στε­ρη.

Τέ­λος –ιδιαι­τέ­ρως πα­ρα­κι­νη­μέ­νος από μια πρό­σφα­τη πα­ρα­τή­ρη­ση της ποι­ή­τριας και μου­σι­κο­λό­γου Στέλλας Βοσκαρίδου– αντι­λαμ­βά­νο­μαι πως η εν­γέ­νει μι­κρή ή μη βα­ρύ­νου­σα, ή πά­ντως μη προ­φα­νής, πα­ρου­σία της με­τα­φο­ράς στην ποί­η­σή μου, ίσως έχει κοι­νή την πη­γή της με την πί­στη στην αυ­τα­ξία της πα­ρα­τή­ρη­σης και της κα­τα­γρα­φής, μα και την πί­στη στην κυ­ριο­λε­ξία, στην λι­τό­τη­τα, και στην σα­φή­νεια που απαι­τού­νται από τις θε­τι­κές επι­στή­μες. Πί­στη που η τέ­χνη μοι­ρά­ζε­ται, και πί­στη στη­ριγ­μέ­νη στην βε­βαιό­τη­τα πως αυ­τές οι ιδιό­τη­τες, όταν συν­δυα­στούν με διά­κρι­ση, οδη­γούν σε ένα φαι­νό­με­νο –υλι­κό και πνευ­μα­τι­κό ταυ­τό­χρο­να: το ποί­η­μα– που αντη­χεί με ποι­κί­λους τρό­πους και προς διά­φο­ρες κα­τευ­θύν­σεις, συ­γκι­νώ­ντας μας με έντα­ση και πο­λυ­πλο­κό­τη­τα ίσες ή και ανώ­τε­ρες από αυ­τές που επι­τυγ­χά­νει η με­τα­φο­ρά.

 

~

 

Αυτό είναι το κείμενο που έγραψα μετά την πρόσκληση της Παυλίνας Μάρβιν για την στήλη της στον "Χάρτη" (στο τ. Φεβ. 2023 του οποίου και δημοσιεύθηκε) "Έχω εκφράσεις διπλές". Εκεί, ποιητ/ρι/ες; που έχουν σπουδάσει ή/και ασχολούνται επαγγελματικά με κάτι άλλο από την λογοτεχνία, προσκαλούνταν να σχολιάσουν αυτόν τον 'διπλό εαυτό' τους.

Η φωτογραφία (του Θωμά Μαχαίρα) είναι από τον Νοέμβριο 2020, στον αρχαίο Δήμο Κοίλης, λίγο πιο πάνω απ' τα Πετράλωνα. 'Συνομιλώ' με μιαν ατρόμητη, φιλικότατη καρακάξα.

15.1.23

charles simic _ 3 ποιήματα


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τσαρλς Σίμικ 

(Βελιγράδι, 9 Μαΐου 1938 – Ντόβερ, Νιου Χάμπσαïρ, ΗΠΑ, 9 Ιανουαρίου 2023)


ΚΟΙΤΑΖΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ

Να ξεφυλλίζει μανιασμένα
Μία χοντρή εγκυκλοπαίδεια
Πεταμένη στα σκουπίδια,
Όλος βιασύνη νά βρει απάντηση.

 

Η ΟΦΘΑΛΜΑΠΑΤΗ

Σαν σκίτσο άντρα στην έρημο,
Που πεθαίνει απ’ την δίψα, στα γόνατα,
Μα βλέπει ξάφνου μπρος του
Λιμνούλα δροσερή και λίγους φοίνικες,

Κάποτε πλησιάζοντας Σικάγο με το τραίνο,
Είδα χιονισμένη μια βουνοκορφή
Που ήξερα πολύ καλά πως δεν υπήρχε,
Συνέχιζα όμως να κοιτώ, βλέποντας κιόλας

Χλωρό λειβάδι με πρόβατα να βόσκουν,
Όταν σύννεφα μαύρου καπνού
Στροβιλιστήκαν πάνω απ’ τα θεόρατα χαλυβουργεία
Και μού ’κρυψαν από τα μάτια τ’ όμορφο όραμα.

 

ΣΤ’ ΟΝΕΙΡΟ Ή ΣΤΟΝ ΞΥΠΝΙΟ;

Άντρας τρέχει ξοπίσω μου στον δρόμο:
Θέλει να μου πουλήσει ένα ρολόι χειρός.
Μοιάζει ιεροκήρυκας του παλιού καιρού,
Ωχρός σαν φάντασμα, μαυροντυμένος.

Το ρολόι του σιδηροδρομικού σταθμού
Ήταν σταματημένο: έντεκα παρά πέντε.
Το άλλο πάνω απ’ την είσοδο της τράπεζας
Ορκιζόταν πως κόντευε τρεις

Όταν αυτός με πλεύρισε με το ρολόι του
Για να περιεργαστώ και να θαυμάσω
Την απουσία δεικτών και αριθμών
Πριν μου κοπεί η ανάσα απ’ την τιμή.

 

μτφρ.: Παναγιώτης Ιωαννίδης

 

~

 

Εν είδει σύντομου αποχαιρετισμού, τρία ποιήματα από το τελευταίο βιβλίο του, Καμμιά Ξηρά εν Όψει (2022), όπως δημοσιεύθηκαν στο τ. Ιαν. 2023 του "The Books' Journal".

[φωτ.: Π.Ι., Κρακοβία, Μάιος 2008]

 

 

 

15.12.22

9 βιβλία για τις γιορτές 2022


 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΟΙΗΣΗ


~ Γκαζαλί Ντελή Μπιραντέρ, Η Μονιά των Λυγερών (μτφρ. από τα τουρκικά και τα οθωμανικά: Δημήτρης Χουλιαράκης), εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 61

Αχ, φιντανάκι μου τερπνό, χαμάμ εσύ γλυκόθωρο / να ζήσεις, να γεράσεις, δεν ήταν τυχερό σου. Ο άξιος ποιητής και δεινός μεταφραστής Δ.Χ. επιλέγει και μεταφράζει αποσπάσματα από το έργο αυλικού ποιητή του 16ου αιώνα. Ο Γκαζαλί «ο Σαλός Αδερφός» χρημάτισε ιεροκήρυκας και δερβίσης, γραμματικός αλλά και συγγραφέας μιας διαβόητα πικάντικης πρόζας: του Ξορκιστή των Θλίψεων και Διώχτη κάθε Έγνοιας. Όμως η συναρπαστική αυτή ανθολογία και βιογραφική εξιστόρηση του Δ.Χ., ασχολείται πρωτίστως με τις ποιητικές και άλλες περιπέτειες του Γκαζαλί γύρω από το ξακουστό χαμάμ, την «Μονιά των Λυγερών», που έφτιαξε στην Ιστάνμπουλ. Δεν το χάρηκε για πολύ, ούτε κι οι θαμώνες του: αντίπαλοι το κατηγόρησαν (όχι αναίτια) ως άντρο ακολασίας, και το ξεπάστρεψαν. Αυτός ξενιτεύτηκε – σε προάστιο της Μέκκας, όπου συνέχισε τα ποιητικά και άλλα συμπόσια. 


~ Ανθή Λεούση, Η θάλασσα της Μάνικας, εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 51

Η θάλασσα – θωπείες και ραπίσματα – / γιορτάζει το παρόν και απόν το ναι και όχι. Άλλη μία τρανή απόδειξη πως τα πολλά συγγράμματα –και δη στην ποίηση– δεν είναι απαραίτητα για την εδραίωση μιας ιδιαίτερης, ουσιώδους συγγραφικής φωνής. Εντυπωσιακής στιβαρότητας, τούτο το τέταρτο ποιητικό βιβλίο της Α.Λ.. Είναι ακόμα στο αριστερό μου πλάι είναι ακόμα στο αριστερό μου αυτί – / σαν να την έμαθα στα σκότη, ξεκινά αυτή η σειρά ποιημάτων (ή ποίημα σε ενότητες). «Αυτή» είναι η θάλασσα (της, πλησίον της Χαλκίδας, κατοικημένης από τα προϊστορικά χρόνια, Μάνικας), μα σαν να συμφύρεται και με μιαν Αγαπημένη (ή περισσότερες), μια καλογριά, μια γυναικεία έκφανση του θείου – και ίσως και με άλλες θηλυκές οντότητες οι οποίες συντροφεύουν το ποιητικό υποκείμενο που τους απευθύνεται πότε θαυμαστικά και πότε παρακλητικά.

 

~ Βασίλης Μπουκουβάλας, Ομηρικές Εκλογές (φωτ.: Βασίλης Μπουκουβάλας, σχέδια: Κώστας Παπατριανταφυλλόπουλος, ψηφιδωτό πορτραίτο: Δημήτρης Φουντάς), εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 189

Στα χέρια μας το φως, όχι στα θέλγητρα του πολέμου. Δεν είναι σπάνιο –και όχι μόνον στα ελληνικά γράμματα–, άνθρωποι που η δουλειά τους δεν σχετίζεται με την λογοτεχνία ή και που δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα του «ειδικού» (αν υποθέσουμε πως υφίσταται όντως ασφαλής τυπικός τρόπος να τ’ αποκτήσεις), να κομίζουν πολύτιμα δώρα στην λογοτεχνία. Σ’ αυτους ανήκει και ο γιατρός (και εκδώσας δύο ποιητικές συλλογές) Β.Μ. (Πάτρα, 1951 – Αθήνα, 2019), χάρη σ’ ετούτο το μαστορικό και περίτεχνο πόνημά του. Μεταφράζει –εξηγώντας τις μεταφραστικές επιλογές του γλαφυρά και συναρπαστικά– και σχολιάζει ομηρικά χωρία που τον έθελξαν, ρίχνοντας πάνω –ή πλάι– τους το φως μιας επιτύμβιας στήλης· ενός χωρίου του Κατά Ματθαίον ή του Ρωμανού· του Πινδάρου, του Σοφοκλέους, ή του Σεφέρη. Γιατ’ είν΄η χάρη που τη χάρη αναγεννά.

 

~ Σεϋχί, Ενός γαϊδάρου ντέρτι (μτφρ. από τα τουρκικά: Δημήτρης Χουλιαράκης), εκδ. Το Ροδακιό, σελ. 37

Ήταν ένας γάιδαρος αχαμνός πολύ / και η μάνα του θρηνούσε κάτι αν σήκωνε βαρύ. Έτσι ξεκινά η, σε δίστιχα γραμμένη, σατιρική αλληγορία του γεννημένου το 1373 ποιητή από την Κιουτάχεια Γιουσούφ Σινάν ή Σεϋχί του Γκερμιγιάν ή Γιατρού Σινάν: Σούφη, λογοτέχνη, και γιατρού αρχόντων. Ανάμεσα στην αρχική επίκληση στον Μωάμεθ και το εγκώμιο στον Θρόνο του Πατισάχ που ακολουθεί, και στο αξιοθρήνητο τέλος της ιστορίας, διαβάζουμε την σπαρταριστή ιστορία ενός «γαϊδαράκου [που] συναντάει ένα κοπάδι γελάδια να βόσκουν αμέριμνα και, συνειδητοποιώντας την αδικία […], αποφασίζει να αμφισβητήσει την τάξη του κόσμου με μια πράξη κοινωνικής ανυπακοής!» – όπως σημειώνει ο ποιητής και απολαυστικός μεταφραστής Δ.Χ. Όσο τον ντουνιά κι αν βλέπεις πάντοτε μ’ αγνή καρδιά / τον σοφό τον κακοπαίρνει και στον άξεστο γελά.

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ – ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΔΟΚΙΜΙΟ – ΜΑΡΤΥΡΙΑ

 

~ Χρήστος Δανιήλ, «Όλα δεν τα ’χω πει…» – Η «Αντίστροφη αφιέρωση» της Μάτσης Χατζηλαζάρου,  εκδ. Άγρα, σελ. 151

Εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω. Το ‘δόλωμα’ που μας ρίχνει αρχή-αρχή, ο ερευνητής φιλόλογος Χ.Δ., συγγραφέας αυτού του ‘φιλολογικού-αστυνομικού’ βιβλίου, είναι πανίσχυρο και ακαταμάχητο: το τρίγωνο Μαργκερίτ Γιουρσενάρ – Ανδρέας Εμπειρίκος – Μάτση Χατζηλαζάρου. Οι δύο ‘αντίζηλες’ διατήρησαν την επικοινωνία τους, κι ίσως μια όψιμη συζήτησή τους να πυροδότησε ένα από τα καλύτερα ποιήματα της Ελληνίδας (που είχε κάποτε πει: «Δεν ψάχνεις τις ωραίες λέξεις ή τα ωραία συναισθήματα – αυτά έρχονται και φεύγουν. Ψάχνεις τις σωστές λέξεις. Κι αυτό είναι ποίηση.»): την «Αντίστροφη αφιέρωση». Ο Χ.Δ. διαβάζει το ποίημα βήμα-βήμα, όπως ιχνηλατεί και συλλέγει τεκμήρια ένας δεινός ντετέκτιβ, φωτίζοντας, εξηγώντας, αναδεικνύοντας τόσο τις ποιητικές αρετές του όσο και την συναρπαστική υπόθεση για την γένεσή του. Φτάνουν τα σπόιλερ: τα υπόλοιπα, στο βιβλίο. 


~ Δημήτης Τζιόβας, H Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση – Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης (μτφρ.: Ζωή Μπέλλα-Αρμάου, Γιάννης Στάμος), εκδ. Gutenberg, σελ. 476

Η επιμονή μας να χαρακτηρίζουμε μια ολόκληρη εποχή αναφερόμενοι σε ένα γεγονός που συνέβη στην αρχή της μαρτυρά κάποια αμηχανία. Αυτήν την αμηχανία επιχειρεί να λύσει τούτη η  εκτεταμένη τοιχογραφία της νεοελληνικής κουλτούρας καθώς προσπαθεί να σβήσει τα σημάδια της Χούντας και μέχρι να μαστιγωθεί εκ νέου απ’ την Κρίση – κάποιες όψεις της: αρχαιότητα και παρόν, ΜΜΕ, θρησκεία, σεξουαλικότητα, μετανάστες, λογοτεχνία και κινηματογράφος. Αν είναι πάντα ενδιαφέρον να διαβάζουμε πώς ‘μας’ βλέπουν οι ‘ξένοι’, είναι διπλά (και πιο σύνθετα) ενδιαφέρον να διαβάζουμε πώς μας παρουσιάζει στους ξένους ένας ‘δικός μας’ που ζει εις την ξένην. Και δη ένας επί δεκαετίες Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγγραφέας πλήθους μελετών για τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, και αναγνωρισμένος γι’ αυτό, τόσο ‘εκεί’, όσο κι ‘εδώ’. 


~ Βασιλική Χατζηγεωργίου και Ματθίλδη Πυρλή (εισ.-σχόλ.-σύνθ. ύλης), Μια Ελληνίς της Ιστορίας – Πορτραίτα γυναικών που έζησαν στην Επανάσταση του 1821 (πρόλ.: Mark Mazower), εκδ. Άγρα, σελ. 117

Διαμεσολαβημένη μαρτυρία και φωτογραφικό δοκίμιο, αυτή η συναγωγή φωτογραφιών που απεικονίζουν Ελληνίδες (και μη Ελληνίδες που ωστόσο συνδέθηκαν με τον τόπο), επιφανείς (οι σύζυγοι του Μάρκου Μπότσαρη και του Σπυρίδωνος Τρικούπη, π.χ.) και λιγότερο γνωστές σε μας (αίφνης, η κόρη του Παπαρρηγόπουλου), που έζησαν κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, και άρα βίωσαν την, ή και συνεισέφεραν στην Επανάσταση του 1821. Όλες, βεβαίως, από επαρκώς ευκατάστατες οικογένειες ώστε να έχουν απαθανατισθεί από την νέα, γεννημένη το 1839 τέχνη – όμως άλλες με παραδοσιακά, κι άλλες με ‘δυτικά’ φορέματα, λιγότερο ή περισσότερο επίσημα. Τα πορτραίτα συνοδεύονται από βιογραφικές πληροφορίες, και, ενίοτε, μαρτυρίες για τις εικονιζόμενες. Η συναρπαστική εισαγωγή των επιμελητριών φωτίζει αυτή την πρώτη εποχή της Φωτογραφίας, και τις συνθήκες λήψης των πορτραίτων. 




 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΞΕΝΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

~ Φραντς Κάφκα, Ένας καλλιτέχνης της πείνας – και άλλες δύο αποδιδαχές (μτφρ.: Θοδωρής Τσομίδης, επίμ.: Θανάσης Τριαρίδης), εκδ. Gutenberg, σελ. 166

«Δεν υπάρχει λόγος να μάθει την ποινή του. Θα τη νιώσει στο πετσί του.» Παρά το, και λόγω του ανελέητου, ζοφερού χιούμορ του, τα πλήγματα που μας καταφέρει ο Κάφκα δεν είναι και για χόρταση: ενδείκνυνται οι μικρές δόσεις. Η μελωδία που αρέσει περισσότερο στα αφτιά μας είναι η απόλυτη ησυχία. Η ζωή μας έχει πολλά βάσανα. Τα διηγήματά του, συνεπώς, θα μπορούσαν να συνιστούν μια βέλτιστη δοσολογία. Ειδικά όταν πρόκειται για δύο από τα τελευταία του (έκδοση του 1924: το ομώνυμο του τίτλου –το οποίο ο συγγραφέας του διόρθωνε την παραμονή του θανάτου του– και το «Ζοζεφίνα η Τραγουδίστρια ή ο Λαός των Ποντικών»), συν την «Σωφρονιστική Αποικία» (1919). «Ακόμα να φας εσύ;» ρώτησε ο φύλακας. «Πότε θα τα παρατήσεις επιτέλους;» «Συγχωρήστε με όλοι», ψιθύρισε ο καλλιτέχνης της πείνας. 

 

~ Fernando Pessoa, H παιδεία του στωικού (μτφρ.: Νίκος Πρατσίνης, επιμ.-σημ.: Μαρία Παπαδήμα), εκδ. Gutenberg, σελ. 83

Έχω κατακτήσει, πιστεύω, τη χρήση της λογικής στην πληρότητά της. Και για τον λόγο αυτό θα σκοτωθώ. Διακινδυνεύοντας ένα εύκολο λογοπαίγνιο, δεν είναι δύσκολο να κολλήσεις στον Πεσσόα την ετικέττα «πεσσιμιστής». Ετικέττα που έχει κολλήσει –και δύσκολα, φευ, βγαίνει– και στους Στωικούς, που δεν ήσαν ακριβώς αυτό, ούτε βέβαια τίποτις παραιτημένοι και πεισιθάνατοι – τουλάχιστον οι επιφανέστεροι εξ αυτών, άνθρωποι των κοινών και της δράσης. Τι πιο ταιριαστό, λοιπόν, ένας από τους άφθονους ετερώνυμους του Πεσσόα, ο Βαρόνος ντε Τέιβε, να δηλώνει στωικός, και να καταλείπει, πριν την αυτοκτονία του, ένα σύντομο σχετικό εγχειρίδιο – ακριβέστερα: λογοτεχνικό έργο με την μορφή σημειώσεων της πιο ερεβώδους απαισιοδοξίας. Δεν μετανιώνω που έκαψα τα προσχέδια όλων μου των έργων. Δεν έχω να κληροδοτήσω στον κόσμο τίποτε άλλο πέραν αυτού εδώ.

1.9.22

Ποίηση, κατά της λύπης : για το "Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος" της Δήμητρας Κωτούλα


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τι κάνουν οι λέξεις _ 1

 

Ποίηση, κατά της λύπης 

 

Δήμητρα Κωτούλα, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος –Ποιήματα της λευκής σελίδας, εκδ. Πατάκη, 2021, 92 σελ.

 

Προοίμιο

Επιτρέψτε μου, στην αρχή, κάποιες διευκρινίσεις που μου φαίνονται απαραίτητες. Κι αν, σε κάποιο βαθμό, μοιάσουν να εμπίπτουν στην περιαυτολογία, παρακαλώ για την υπομονή σας – και, κυρίως, για την κατανόησή σας: θεωρώ υποχρέωση ενός κριτικού να εκθέτει την στάση του, τον τρόπο εργασίας και τα κριτήριά του.

Γιατί, λοιπόν, η παρούσα κριτική, αντί να είναι άλλο ένα κείμενο φιλοξενούμενο στο περιοδικό, φέρεται να εγκαινιάζει («1») μια σειρά (που, παρότι όχι κατ’ ανάγκην τακτική, ελπίζει να προσφέρει πολλά επεισόδια), και μάλιστα με τον φαινομενικά απλοϊκό τίτλο «Τι κάνουν οι λέξεις»;

Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι: μα είναι υποχρέωση του μέλους της «Επιστημονικής [sic] Επιτροπής» του περιοδικού που έχει ως ‘υπευθυνότητά’ του την «Ποίηση» να γράφει κριτική για την ποίηση· ιδανικά, τακτικά· αλλ’ έστω και μια στο τόσο! Υποχρέωση δε, που ουδόλως έχει πληρώσει μέχρι τούδε. Ορθή, πιθανώς, η απάντηση, αλλά σημαντική και η συμπλήρωσή της: η κριτική αποτίμηση της τέχνης μπορεί να ασκηθεί με ποικίλους τρόπους. Όπως, για την ποίηση σε τούτο το περιοδικό, με την επιλογή και την επιμέλεια των ποιημάτων που δημοσιεύονται σε κάθε τεύχος (άρα και –εξυπακούεται– με την απόρριψη άλλων)· με την ολιγόλογη επισήμανση, δις του έτους, αξιανάγνωστων ποιητικών βιβλίων· και με την πρόσκληση προς (συγκεκριμένες/ους, κρινόμενες/ους ως κατάλληλες/ους) συγγραφείς να συντάξουν κείμενα περί (συγκεκριμένων, κρινόμενων ως άξιων λόγου) ποιητικών βιβλίων. Στις τρεις αυτές κριτικές λειτουργίες, έχω τοωόντι ανταποκριθεί, από τον Αύγουστο του 2013, όταν απεδέχθην την σχετική τιμητική πρόσκληση του Διευθυντή του περιοδικού. (Ο οποίος, βεβαίως, εξακολουθεί να ασκεί το δικαίωμά του να εγκρίνει την δημοσίευση αφενός επιπλέον ποιημάτων –σπάνια, είναι η αλήθεια– και αφετέρου –πολύ συχνά, αυτό– άλλων κειμένων για ποιητικά βιβλία.) Ωστόσο, μέχρι σήμερα, δεν ένιωθα ότι ο χρόνος (και η τελειοθηρία) μου επέτρεπαν να ανταποκριθώ στην συγγραφή εκτενών κριτικών κειμένων με όση σοβαρότητα έχω αντιμετωπίσει κάθε ανάλογο κείμενό μου, αρχής γενομένης το 1995 στο περιοδικό «αντί» και φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας στο περιοδικό «ΦΡΜΚ».

Άρα, πού βρέθηκε τώρα χρόνος; Άμα πιεστείς, βρίσκεται. Tότε, πόθεν η πίεση; 


Κατανόηση και απόλαυση

Μήπως από κάτι τάχαμου προκλητικά κελεύσματα κάποιων καθ’ ύλην αρμοδίων προς τις ποιήτριες και τους ποιητές ‘της γενιάς μου’, «να γράφουμε μόνοι μας για τα βιβλία μας» (γιατί εκείνες/οι «δεν ευκαιρούν»· αναληθές, εξάλλου) ή να «γράψουμε επιτέλους κι εμείς καμμιά κριτική», προτροπή που παριστάνει ότι αγνοεί την ύπαρξη, εδώ και πολλά χρόνια, τωόντι κριτικών κειμένων –και όχι «βιβλιοπαρουσιάσεων»– από ποιήτριες και ποιητές ‘της γενιάς μου’;

Από κάτι βασικότερο και ουσιωδέστερο απορρέει η ‘εκκίνηση’ αυτή: από την σταδιακή ωρίμανση της επιθυμίας μου –της ανάγκης– να μοιράζομαι καί δι’ αυτής της οδού, συστηματικότερα, την χαρά μου κατά την συνάντηση αξιόλογων ποιημάτων, και την απόλαυση κατά την ανάγνωσή τους. Να μοιράζομαι χαρά και απόλαυση, όχι ‘ιμπρεσσιονιστικά’, αποφατικά ή αισθηματολογικά, αλλ’ αποπειρώμενος να περιγράψω και να εξηγήσω τις αιτίες τους, όπως εγώ τις κατανοώ. Ώστε να συστήνω και να αναδεικνύω ποιητικά βιβλία που θεωρώ σημαντικά, όχι βέβαια για την Ιστορία της Λογοτεχνίας μας (αυτή είναι δουλειά άλλων προσώπων και μελλοντικών εποχών), αλλά ως έργα τέχνης. Δηλαδή ως πηγές, ακριβώς, απόλαυσης και γνώσης, για μας, σήμερα. Απόλαυσης για τις αισθήσεις, τον νου, και την ψυχή – συγχρόνως και αξεδιάλυτα.

«Να τα αναδεικνύω», μιλώντας γι’ αυτά με τους όρους της τέχνης τους, και όχι με όρους που ανήκουν σε άλλα πεδία: στην πολιτική, π.χ., στην κοινωνιολογία, ή στην θεολογία. Εξηγώντας, άρα, γιατί τα θεωρώ άξια λόγου, ανεξαρτήτως των θεμάτων που πραγματεύονται. «Να συστήνω»: δηλαδή να προσφέρω, σε κάποιο βαθμό και κατά περίπτωση, ένα σχέδιο ή ορισμένους δείκτες ανάλυσης, παρακολούθησης, κατανόησης. Ανάλυσης των τρόπων με τους οποίους είναι φτιαγμένα τα βιβλία αυτά, και κατανόησης – που να οδηγούν αμφότερες στην αναγνωστική απόλαυση, και, ει δυνατόν, να την μεγεθύνουν.

Πιστεύω όντως πως η κατανόηση είναι μία από τις οδούς προς την μεγεθυμένη απόλαυση. Και ‘αντιστρόφως’: ότι η απόλαυση είναι μια βαθύτερη, μη έλλογη, εννόηση. Εξού και ο εκ πρώτης όψεως ‘απλοϊκός’ τίτλος της στήλης: «Τι κάνουν οι λέξεις». Που σημαίνει: τι πετυχαίνουν τα ποιήματα δια των λέξεων· πώς δρουν οι λέξεις τους· πώς επιδρούν πάνω μας τα ποιήματα, χάρη στις λέξεις τους. Στις λέξεις τους, όχι στις ιδέες· οι καλύτερες ιδέες, ενσαρκωμένες λεκτικά με ποιητικώς ακατάλληλο τρόπο, δεν έχουν καμμιάν (επί)δραση.

Κλείνοντας την αναγκαία αυτή, καθώς μου φάνηκε, μακρηγορία:

Η στήλη δεν δύναται ούτε φιλοδοξεί να καλύπτει σύμπασα την εκδοτική εμφάνιση ποιητικών βιβλίων· ούτε καν του μεγαλύτερου όγκου της, λόγω προφανών και εύλογων περιορισμών ενημέρωσης (από τους εκδοτικούς οίκους – γιατί η προσωπική εμμονική αναζήτηση στα βιβλιοπωλεία δεν αρκεί), χρόνου και χώρου. Πέραν τούτων, ισχύει πάντα και το μόττο της σπουδαίας Αμερικανίδας ποιήτριας Μαριάνν Μουρ (1887-1972) στην συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της, απ’ όπου είχε αποκλείσει κάποια και όπου είχε ξαναδουλέψει άλλα, ενίοτε μέχρις δραστικότατου ακρωτηριασμού: «omissions are not accidents». «Καμμιά παράλειψη δεν είναι τυχαία». Η σιωπή –ειδικά εν μέσω οργιώδους και πολλαπλώς ανεξέλεγκτης εκδοτικής πληθώρας– μπορεί να είναι, καί αυτή, μια κριτική στάση. Λίγα βιβλία, λοιπόν, κι αυτά όχι πάντα και κατ’ ανάγκην «εγκαίρως». Εξάλλου, τι θα πει «εγκαίρως», αν είχε δίκιο ο Έζρα Πάουντ λέγοντας πως η ποίηση είναι «ειδήσεις που παραμένουν επίκαιρες», «news that stay news»;

Μια τελευταία δευκρίνιση: η έκταση του κειμένου μου δεν θα σχετίζεται απαραιτήτως με την αξία που αποδίδω στο εκάστοτε κρινόμενο βιβλίο· ελπίζω αυτή να προκύπτει απ’ όσα γράφω, όχι απ’ το πόσα γράφω. Κάθε ποιητικό βιβλίο έχει διαφορετικές απαιτήσεις κατανόησης· και πάντως είναι αναμενόμενο, διαφορετικά έργα, να με ωθούν να πω διαφορετικά πράγματα – άρα και διαφορετικής έκτασης.

Εν κατακλείδι και πάνω απ’ όλα, εύχομαι να είναι αξιανάγνωστα τούτα τα κείμενα: για να περιποιούν την αρμόζουσα τιμή στα βιβλία που τα γέννησαν. Και για να σας δελεάσουν να (ξανα)στραφείτε στα ίδια τα βιβλία. 


Για την Δήμητρα Κωτούλα

Η Δήμητρα Κωτούλα (Κομοτηνή, γεν. 1974), αν και έχει «μόλις» τρία βιβλία στο ενεργητικό της, είναι –ας το πω εξ αρχής– από τις σημαντικότερες ποιητικές φωνές της γενιάς της – και όχι μόνο. Είναι επίσης δεινή και αναγνωρισμένη μεταφράστρια της αγγλόφωνης ποίησης (π.χ. εισήγαγε την ποίηση της νομπελίστριας (2020) Αμερικανίδας ποιήτριας Λουίζ Γκλυκ στην χώρα μας, 17 χρόνια πριν να συνυπογράψει την μετάφραση του βιβλίου της Πιστή και ενάρετηνύχτα με τον Χάρη Βλαβιανό (εκδ. Στερέωμα, 2021)), και στιβαρή δοκιμιογράφος.

Ήδη με το πρώτο της βιβλίο, Τρεις νότες για μια μουσική (εκδ. Νεφέλη, 2004), εμφανίστηκε κατέχουσα αξιοζήλευτη ωριμότητα: καλλιτεχνικής στόχευσης και πραγμάτωσης, διακριτής γλώσσας, ποιητικής σκέψης, συνθετικής ικανότητας. Σφιχτό πλέξιμο στοχασμού και λυρισμού, δουλεμένη και διόλου χαϊδευτική ή διακοσμητική μουσικότητα, υψηλό ύφος – και όλα κατορθωμένα σε βαθμό αξιοπρόσεκτο. Την ξεχώριζε επίσης η αναμέτρησή της με θέματα απαιτητικά (η θέση μας εντός της φύσης, η σχέση μας με το θείο, ο έρωτας ως απόκρημνη κορυφή, η απεύθυνση σε σπουδαίους δημιουργούς άλλων τεχνών) που δικαιωνόταν χάρη στην τέχνη της. Δι’ αυτής της «στενής πύλης» διέρχεται και πορεύεται έκτοτε, σταθερά και με αφοσίωση.

Τρία σπονδυλωτά ποιήματα απαρτίζουν το πρώτο εκείνο βιβλίο: «Τοπιογραφίες», «Διαθέσεις», «Τρεις νότες για μια μουσική»· μία ενότητα ποιημάτων («Causa artis»: κατά κύριο λόγο, ένας διάλογος με τις εικαστικές, κυρίως, τέχνες), συν ένα σπονδυλωτό ποίημα («Επεισόδια Ι-ΙΧ»), συν ένα ακόμα ποίημα («Φυγή ή Οι λέξεις»), το δεύτερο, δεκατρία χρόνια αργότερα (Η επίμονηαφήγηση, εκδ. Πατάκη, 2017).

 

Ποιήματα της λευκής σελίδας

Το τρίτο βιβλίο της, Θα ήσουν παντελώς ανυπεράσπιστος – Ποιήματα της λευκής σελίδας (εκδ. Πατάκη, 2021· βραβευμένο με το Βραβείο Ποίησης του «Χάρτη», και υποψήφιο για το Βραβείο Ποίησης του «Αναγνώστη»), χωρίζεται σε δύο μέρη: στα «Ποιήματα της λευκής σελίδας», σπονδυλωτό ποίημα σε δύο ενότητες που συνομιλούν μεταξύ τους, και στην σειρά ποιημάτων με τον γενικό τίτλο «Animal Triste».

Την αφιέρωση ακολουθεί χωρίο από τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης: ο ίδιος άγγελος που δίδαξε στους ανθρώπους πως «το πικρό είναι γλυκό και το γλυκό πικρό», τους δίδαξε και την «γραφή με το μελάνι στο χαρτί» – κι έτσι, «από τη γνώση τους αυτή χάνονται και με τη δύναμη αυτή, τη γραφή, ο θάνατος παίρνει εξουσία και τους σαρώνει». Θα δούμε, ωστόσο, κατά πόσο η Δ.Κ. προσυπογράφει, δια του βιβλίου της, την για μας ευφάνταστη (αλλά όχι ασυνήθιστη σε  πολιτισμικές περιόδους όπου η γραφή δεν μετρά πολλούς αιώνες) δοξασία πως ο θάνατος σαρώνει τους ανθρώπους δια της γραφής, ή αν –σχεδόν αντιθέτως– αποσπά από τον Προφήτη Ενώχ μόνον την ιδέα πως η γραφή είναι δύναμη: δύναμη ζωής, ακόμα και μετά θάνατον.

Πάντως, το σπονδυλωτό ποίημα «Ποιήματα της λευκής σελίδας» διαρθρώνεται σε δύο ενότητες αριθμημένων χωρίων: πρώτα τριάντα «Θέσεις», κατόπιν δεκαπέντε «Αντιθέσεις». Στην αρχή, τουλάχιστον, θα εδικαιούτο κανείς, λογικοφανώς και ακολουθώντας τον τίτλο και την επιγραφή του βιβλίου, να ερμηνεύσει: «Θέσεις πιθανώς υπέρ της λευκής σελίδας» και «Αντιθέσεις πιθανώς κατά της λευκής σελίδας». Ας προκαταβάλω εδώ την πρόταση πως «υπέρ της λευκής σελίδας» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην «κατά της γραφής (της ποίησης)», μιας και η λευκή σελίδα είναι προϋπόθεση και πρόσκληση της γραφής· θα επανέλθω σε αυτό.

Κοινός τόπος, πως η λευκή σελίδα είναι ο τρόμος κάθε συγγραφέα – μέχρι παραλύσεως. Πώς θα μπορούσε, λοιπόν, καίτοι λευκή, να (κατ)έχει ‘δικά της’ (κατά μία ερμηνεία του τίτλου του βιβλίου) ποιήματα; Μήπως πρόκειται να διαβάσουμε ποιήματα περί της λευκής σελίδας; Πιστεύω πως θα φανεί ότι, στο βιβλίο της Δ.Κ., αμφότερα ισχύουν ταυτοχρόνως: διαβάζουμε ποιήματα που αφορούν το (ποιητικό αλλά και υπαρξιακό) ‘πρόβλημα’ του λευκού (του κενού: ως έλλειψης και απουσίας, αλλά και ως δυνατότητας υποδοχής και πλήρωσης, ως προϋπόθεσης για την επίτευξη), τα οποία όμως ‘κατέχει’, κατά κάποιον (μεταφυσικό) τρόπο, ήδη πριν τα υποδεχθεί, η ίδια η «λευκή σελίδα»· της ‘ανήκουν’ πριν ακόμα υπάρξουν.

Ιδού το εναρκτήριο χωρίο, η “[Θέση] Ι.”:

 

«Ένα πεδίο διαρκούς έντασης

–χωρίς μεγάλα δράματα–

σαρώνει τη νύχτα.

 

Άστρα

σαν ανάσες πανάρχαιου Θεού

καρφωμένες στο άπειρο.

 

Υπάρχουν συνάφειες ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα.

 

Υπάρχει στο τραπέζι μια λευκή σελίδα.» 

 

Οι τέσσερεις στροφές του καταστρώνουν το πεδίο ολόκληρου του σπονδυλωτού ποιήματος που αρχίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο – κατά σειράν: η φύση· ο Θεός· η ζωή (και η ποίηση)· η (πρόσκληση) στην γραφή (στην ποίηση). Δια της γραφής, η ποίηση, που θα εμφανιστεί στην λευκή σελίδα, θα επιβεβαιώσει ότι υπάρχουν συνάφειες ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα. Η ύπαρξη συναφειών ανάμεσα σε αλλόκοτα πράγματα είναι ένας απο τους πολλούς δυνατούς ορισμούς της ζωής· η διαπίστωση των συναφειών αυτών και η δεξίωσή τους στην «λευκή σελίδα», ένας από τους πολλούς δυνατούς ορισμούς της ποίησης.

Συνεπώς, κρίνω σκόπιμο να τονίσω από τώρα ότι, όπως ήδη υπαινίχθηκα, τα ποιήματα αυτά δεν αφορούν αποκλειστικά την γραφή ή την ποίηση· συγχρόνως αφορούν την ψυχική περιπέτεια και την υπαρξιακή πάλη κάθε ανθρώπου μπροστά στο κενό – όποια σημασία κι αν του δώσουμε. Εξού και η υιοθέτηση του αρσενικού γένους όταν η Δ.Κ. χρησιμοποιεί το β’ ενικό πρόσωπο: πρόκειται, θεωρώ, για ένα τέχνασμα αποστασιοποίησης της δημιουργού από το έργο της, και απεύθυνσής του είτε γενικώς προς κάθε άνθρωπο (ουσιαστικό αρσενικού γένους· τι να γίνει), είτε, ενδεχομένως, πιο συγκεκριμένα, προς υποθετικό άρρενα αναγνώστη, ακριβώς ώστε ρητότερα να ‘αποδεσμεύεται’ το ποίημα από την ποιήτρια. (Διότι, βέβαια, η Δ.Κ., πέρα από την προφανή–στην ποίηση και τον δοκιμιακό της λόγο– θεωρητική της επάρκεια, δεν αγνοεί ούτε στην ποιητική πράξη της τον έμφυλο λόγο: π.χ. στον μητρικό τόνο που ενίοτε υιοθετεί, ή στην θηλυκή οπτική γωνία των ερωτικών της χωρίων.)

Ο τελευταίος στίχος της «[Θέσης] Ι.», «Υπάρχει στο τραπέζι μια λευκή σελίδα», πρόκειται να επανεμφανιστεί, έστω ελαφρώς παραλλαγμένος, άλλες τρεις φορές μέσα στο ποίημα: στις Θέσεις «V.» και «VΙΙΙ.» και στην Αντίθεση «XV.». Είναι σαν η ύπαρξη της λευκής σελίδας να κινεί και να στηρίζει το ποίημα: είναι πρόκληση, πρόσκληση, πρόβλημα – και ευτύχημα. Το ποίημα έπεται της λευκής σελίδας και την γεμίζει, όντας η απόκριση στην εμπειρία του ανθρώπου μέσα στην φύση, απέναντι στο θείο, ανάμεσα στα πράγματα.

Στην πρώτη αυτή «Θέση», μαζί με το πεδίο του ποιήματος, δηλώνεται αμέσως και το ύφος του: ακόμη πιο λιτό και πυκνό απ' όσο μας είχε συνηθίσει η Δ.Κ., αλλά και ακόμη πιο υπόγεια θερμό, ώστε να δίνει, όπως θα δούμε, λυρικές κορυφώσεις εκθαμβωτικής ομορφιάς και συγκλονιστικής δύναμης.

 

Θέσεις και Αντιθέσεις

Βρήκα γόνιμη την ανάγνωση κάθε αριθμημένης “Αντίθεσης” αμέσως μετά την αντίστοιχή της “Θέση”. (Η επιλογή αυτών των όρων με κάνει να φανταστώ μια πιο γενναιόδωρη επανέκδοση, όπου οι δύο κατηγορίες θα τυπώνονται αντικρυστά: μέχρι να ολοκληρωθούν –να εξαντληθούν– οι Αντιθέσεις, αφήνοντας στην θέση τους –αντικρυστά σε κάθε Θέση– μια λευκή σελίδα.)

Συχνά, εντός των Θέσεων και των Αντιθέσεων, μια λέξη ή φράση προς το τέλος τους γίνεται ο εντός παρενθέσεων τίτλος της επόμενης, ή επανεμφανίζεται εκεί σε άλλο σημείο. Όμως, ανάλογες πλέξεις υφίστανται και μεταξύ των δύο ενοτήτων: π.χ. τα “γέλια” της “[Αντίθεσης] Ι.” γίνονται “γέλιο” στην “[Θέση] ΙΙ.” που (θα μπορούσε να) την ακολουθεί· η “υγρή” σελίδα της “[Θέσης] V.” 'προοικονομεί' το “πλύσιμό” (εικάζουμε: τής σελίδας) στην “[Αντίθεση] V.”· την μάλλον απαισιόδοξη “ροή του κενού” τής “[Θέσης] VΙΙΙ.”, αντικαθιστά ο (συχνά θεωρούμενος κενός) “ουρανός” στον οποίο όμως, πιο αισιόδοξα, “μπορούμε πάντα να προσφύγουμε [] / σε περίπτωση αγωνίας / ή πείνας” (“[Αντίθεση] VΙΙΙ.”).

Ετούτη η σταθερή και πυκνή πλέξη, πέρα από αυτές τις μορφικές και δομικές συνέπειες, αποκτά ενίοτε και νοηματικές συνέπειες ακόμα πιο σημαντικές. Στην “[Αντίθεση] XI.”, “το εγώ” (πιθανώς ο “νους” της αμέσως 'προηγηθείσας' “[Θέσης] XI.”), “όρθιο μαστίγιο”, “υψώνει το ανάστημά του / πάνω από τη λευκή σελίδα / που υψώνει το ανάστημά της / πάνω απ' τη μαύρη άβυσσο / λες και θα μπορούσε έτσι να το υπερασπιστεί”. Με μια κυκλοτερή κίνηση, η λευκή σελίδα εμφανίζεται ισχυρότερη του (ποιητικού) εγώ: ενώ αυτό (μάλλον ανοήτως, μοιάζει να) θέλει να την καθυποτάξει, εκείνη ίσως μπορεί να το προστατέψει απ' την «μαύρη άβυσσο». Όμως, με απαλειμμένη την παρομοίωση του μαστιγίου, η 'επόμενη' “[Θέση] XII.” προτρέπει (δια της χρήσης του β’ ενικού προσώπου) όχι πλέον ένα νοοκρατούμενο κι εγωτικό “Εγώ”, αλλά το “εγώ” ως ολοκλήρωμα τού “Εσύ”: “Επιτέλους! [] / Όρθωσε το ανάστημά σου / σ' αυτή τη σελίδα”.

Είναι, θαρρώ, σημαδιακό πως βρισκόμαστε, εδώ, μόλις τρεις Θέσεις πριν την σιώπηση των Αντιθέσεων: μετά τις 15 Θέσεις και Αντιθέσεις, ακολουθούν, μόνες, άνευ αντιλόγου, 15 Θέσεις. Ιδού η Σύνθεση της ποιητικής διαλεκτικής: η «θέση» έχει προσεταιριστεί και αφομοιώσει την «αντίθεση», χωρίς να συμβιβάζεται με την κατηγορία της «Σύνθεσης». Έχει δηλαδή –σύμφωνα με την δική μου ανάγνωση– κατισχύσει η αξία της γραφής, του ανθρώπινου επιτεύγματος, και, κρατώντας το πρωτείον της, παραμένει Θέση – υπέρ της ποίησης την οποία, όμως, όπως είδαμε, προσκαλεί ακριβώς η λευκή σελίδα.

Στις πρώτες 15 Θέσεις, η ανθρώπινη και ποιητική αγωνία σταδιακώς κορυφώνονται. Είναι “αξιοθρήνητος” και “γεματός κουρέλια λέξεων” και “αδρανή υλικά” ο “κήπος” του “ανθρώπινου μυαλού” (“[Θέση]ΙΙΙ.”)· “Τίποτα δε φαίνεται να παραπέμπει πια σε νόημα” (“[Θέση]ΙV.”)· η λευκή σελίδα “ανεμίζει στον θρόνο της / και σπάνια με ακούει” (“[Θέση]VI.”)· “η ζωή μοιάζει ξαφνικά ανέφικτη” (“[Θέση]VIII.”). Ωστόσο, ακόμα και μες στο βάσανο αυτό, υπάρχουν αφορμές αλλά και ισχυρές αιτίες παρηγοριάς. Η σχέση του ποιητικού υποκειμένου με την λευκή σελίδα είναι παράλληλη προς αυτήν του ανθρώπου με το όνομα του Θεού: «Τι θα ήμουν άραγε / χωρίς αυτήν τη σελίδα. // Τι θα ήταν ο άνθρωπος / χωρίς τ' όνομά Σου» (“[Θέση]VI.”). Η ίδια η «λύπη», αν και “μη διαπραγματεύσιμη”, χαρίζει “ιδέες” στο ποιητικό υποκείμενο και φτιάχνει ένα “φωτοστέφανο που ενίοτε / μουρμουρίζει κύκλους πάνω απ' το κεφάλι” (“[Θέση]IΧ.”). Στο βασίλειο αυτής της λύπης, “κάτω βαθιά στον ιδιωτικό μου Άδη”, “λέξεις βυθίζονται προς εμένα”· “ο νους ετοιμάζεται” – και ας μοιάζει να μην ετοιμάζεται παρά “να αστοχήσει” (“[Θέση]ΧI.”). Εντέλει, το ποιητικό υποκείμενο καταλήγει να “νιώθ[ει] ευγνωμοσύνη / για το λευκό [] της σελίδας” (“[Θέση]ΧΙΙI.”), κι ας το εκπλήσσει πόσο “σκληρή” είναι αυτή (“[Θέση]ΧΙV.”).

Έστω και μ’ αυτόν τον αποσπασματικό τρόπο, περιγράφηκαν, πιστεύω, με ενάργεια η λαβυρινθώδης φύση, τα αδιέξοδα και οι παλινδρομήσεις, οι ενθαρρύνσεις και οι απογοητεύσεις, τα δώρα και οι απώλειες της ποιητικής και κάθε δημιουργικής διαδικασίας· ακόμα περισσότερο: της υπαρξιακής συνθήκης κάθε ανθρώπου. Μπορείτε, συνεπώς, να φανταστείτε πόσο καλύτερα το κατορθώνουν τα ίδια τα ακέραια ποιήματα.

 

Επομένως, γράφε

Η ‘κορυφαία’ Θέση “XV.” (πέρα απ’ την οποία δεν υπάρχουν Αντιθέσεις) καταλαμβάνεται εξ ημισείας από στίχους με πλάγια στοιχεία που, σποραδικά, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται από την Θέση “IV.” Αυτά τα πλάγια δεικνύουν όσα όντως γράφονται επί της σελίδας (τούτο ρητώς επικυρώνει η “[Θέση] XXIV.”), ακόμα και όσο σοβεί η μάχη με την «λευκή σελίδα», ακόμα και όσο το ποιητικό υποκείμενο νιώθει αδύναμο και κλονιζόμενο. Και οι στίχοι με πλάγια είναι –όχι τυχαία– πυρήνες σπάνιου, υψηλού λυρισμού – π.χ.: «Ανθεκτική στις συσπάσεις της σιωπής / μια φλαμουριά ανοίγει κατάματα στον ουρανό», «Μια ρωμαλέα αγριομέλισσα / διερευνά τέμνοντας το παρόν», «Μέρες περνούν με τα ταφταδένια τους ενδύματα». Ό,τι λοιπόν όντως γράφεται στην λευκή σελίδα, ό,τι κατισχύει της λευκότητάς της, την πληρεί με μια ομορφιά και μια δύναμη που δεν μπορούμε παρά να αποκαλέσουμε νικηφόρες. Ακόμα και (ότ)αν κλυδωνίζεται, η τέχνη νικά: την λευκή σελίδα, την αδυναμία, τον θάνατο.

Βεβαίως, το ποιητικό υποκείμενο δεν θα πάψει ποτέ να κλονίζεται – ειδάλλως, γιατί να γράφει; Και η όποια δύναμή του, η όποια νίκη του επί της λευκής σελίδας, παραμένει πρόσκαιρη, αβέβαιη, ανά πάσα στιγμή απειλούμενη. Όμως η αποστολή του δεν σηκώνει αμφιβολία ούτε αντίρρηση: «Εκείνος που θα εγκαλέσει / το φοβερό σου εγώ / με τ' όνομά του / έβαλε μπροστά σου / αυτό το λευκό – // Επομένως;» τελειώνει η Θέση “XVI.” – η πρώτη χωρίς Αντίθεση. Kαι η επόμενη Θέση ξεκινά με πλάγια, δηλαδή με πραγματωμένη γραφή: το ποιητικό υποκείμενο έχει υπακούσει τον Θεό (εικάζω, κατά την Κωτούλα – σεις βάζετε ό,τι σας ταιριάζει ως Εντολέα) που προστάζει μπρος στην λευκή σελίδα: «Επομένως», γράφε.

Ομοίως οδηγεί στην ποίηση ο “φόβος και [ο] τρόμος”, τίτλος της “[Θέσης] XIX.” αντλημένος από στίχο της ακριβώς προηγούμενης. Η πρώτη στροφή της Θέσης αυτής περιγράφει την γένεση του ποιήματος: «Η λέξη είναι δεδομένη. / Η φωνή φωνάζει. / Η νύχτα στάζει». Η γραφή δίδεται – ενόσω δρα συγχρόνως μια φωνή – και το γύρω σκοτάδι κάτι προσφέρει· μήπως τα γράμματα –μαύρα σαν την νύχτα– πάνω στην λευκή σελίδα (αλλού στο ποίημα, η εικόνα του έναστρου ουρανού θα φέρει στον νου το ‘φωτογραφικό’ αρνητικό μιας γραμμένης σελίδας); Ιδού μια απαστράπτουσα, ολιγόλογη δήλωση ποιητικής. Το κυριότερο: ποιητικής όχι αυθαίρετης αλλά κατακτημένης: δια της γραφής που έχει προηγηθεί – σε αυτό και στα άλλα δύο βιβλία της Δ.Κ..

 

Κτίση δίχως κτήση

Καθώς προχωρά το ποίημα, παλινωδίες συνεχίζουν να υπάρχουν, παρά την κατίσχυση της γραφής επί της λευκής σελίδας: το παράθυρο δεν είναι παρά “αντανάκλαση  από το τετράγωνο λευκό της σελίδας” – κατά συνέπειαν, “πεισμώνω και δε γράφω” (“[Θέση] ΧΙΧ.”). “Θυμώνεις. / Δε θέλεις. / Αρνείσαι να γράψεις πια” (“[Θέση] ΧΧV.”). «Δεν είναι ευτυχία / αυτό που λαμπυρίζει. // Είναι η λευκή σελίδα» (“[Θέση] ΧΧVIII.”). Οπωσδήποτε, το ότι 'νίκησες' την λευκή σελίδα δεν επαρκεί: “η ιπποτική της σέλα / δεν μπορεί να σε κάνει πρίγκιπα”, “παραμένεις πολύ νέος / για την αιωνιότητα / που ευαγγελίζεται” («[Θέση] ΧΧΙ»). Και όμως, και όμως: πλέον υπάρχει μια “ανοιγμένη λέξη στο μυαλό” και μάλιστα “μεθά” το ποιητικό υποκείμενο· η λευκή σελίδα “ίσως και να έχει ήδη φύγει” (“[Θέση] ΧΧΙΙ.”). Για να γεμίσει το χαρτί από “φράσεις με μελάνι” – αλλά για τούτο ευθύνονται “ένα σμήνος άγγελοι” (“[Θέση] ΧΧΙΙΙ.”)· το ποιητικό υποκείμενο μπορεί να έδωσε μάχη για να κατακτήσει το δικαίωμα της γραφής, αλλ' εντέλει το ποίημα “υπάρχ[ει] και χωρίς εμένα”.

Αυτή ακριβώς η ανάληψη ευθύνης της κτίσης (δηλαδή της μεταφοράς της ζωής στο χαρτί – ακριβέστερα: της δημιουργίας ζωής στο χαρτί) χωρίς, όμως, εγγύηση κτήσης, αποτελεί μια νέα πάλη: «να μη σκληρύνεις. / Να υφίστασαι το ανθρώπινο / όπως η πεδιάδα τη λύπη». Και όμως, αυτή η όντως απάνθρωπη συνθήκη επιφέρει την δήλωση “Υπάρχει [Ανάσταση]”: «Μετά θάνατον δεν ευδοκιμούν / μόνο τα νύχια ή τα μαλλιά σου» (“[Θέση] ΧΧIV.”). Και ιδού, φτάσαμε στο ‘άγγελμα’ του τίτλου: “αν δεν ήταν εκείνη [δηλ. η λευκή σελίδα] εδώ”, σε διάλογο μ' εσένα που γράφεις, «θα ήσουν παντελώς // ανυπεράσπιστος» (“[Θέση] ΧΧVI.”). Ώστε λοιπόν η λευκή σελίδα, που «χωρίς αμφιβολία / [] ζει / και σε δωμάτια άλλων» (άρα δεν συνιστά προνόμιο του ποιητικού υποκειμένου: είναι συνθήκη που την μοιράζονται και άλλοι άνθρωποι) σε υπερασπίζεται. Σε υπερασπίζεται όσο υποφέρεις· και ώστε να γράψεις – πάνω της.

«Η ζωή προχωρά» (“[Θέση] ΧΧΙΧ.”), οι νεκροί πληθαίνουν, και το ποίημα βαίνει προς το τέλος του. Μα «οι στίχοι σου / δεν μπορούν να πείσουν κανέναν / ότι θ' άξιζε ν' ασχοληθείς με κάτι τέτοιο [] // Κι όμως, μαζί τους προχωράς». Προχωράς με τους στίχους σου και με τους άλλους, που δεν έχουν πεισθεί για την αξία τους, για την αξία σου· γιατί αυτό που κάνεις (γράφοντας) απορρέει από μια σχέση «με Κάποιον, Κάτι»: τα πλάγια κεφαλαία δηλούν την υπερβατική φύση της κινητήριας δύναμης και του σημείου εκκίνησης της γραφής. Από εκεί απορρέει η, κατά κυριολεξίαν, ποιητική άδεια (τίτλος της καταληκτήριας Θέσης “ΧΧΧ.”), που σ' αυτήν την δεύτερη εμφάνισή της (μετά την πιο δειλή πρώτη στην Θέση “ΧΙ.”, τότε που «οι λέξεις [] / ετοιμάζοντα[ν] να σμίξουν σε εκπληκτικές συστοιχίες»), ευθέως περιγράφει μιαν Επιφάνια. Ωστόσο αυτή καταλήγει σε ένα εμποδισμένο παρόν: «Θα μπορούσα να συνεχίσω αυτό το ποίημα / [] αλλά με εμποδίζει το μαύρο σ' αυτήν την πληγή». Και “Πληγή” είναι ο τίτλος του χωρίου που τυπώνεται αμέσως μετά: της Αντίθεσης “Ι.” ‘Αναγκάζοντάς’ μας, έτσι, να επαναλάβουμε την ανάγνωση όλων των Αντιθέσεων.

Ξαναδιαβάζουμε λοιπόν τις Αντιθέσεις που τελειώνουν με ένα ερωτηματικό “Εμείς;” Το δικαίωμα και το κατόρθωμα της γραφής, της δημιουργίας, δεν κερδίζονται άπαξ και δια παντός· η νίκη δεν είναι δυνατόν με ασφάλεια να κατοχυρωθεί και να αποθηκευτεί. Παραταύτα, πριν το φίδι ξαναδαγκώσει την ουρά της αμφιβολίας του, θα έχουν μεσολαβήσει άκρως ενθαρρυντικές διαβεβαιώσεις και παροτρύνσεις – π.χ.: «Κράτα σφιχτά το ευλογημένο κενό / ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο» («[Αντίθεση] IV.»)· «Δεν παραιτήθηκα ποτέ απ’ την προσπάθεια / να κάνω τους ίσκιους ανθρώπινους» («[Αντίθεση] VΙΙΙ.»)· με κορυφαία, ίσως, την εξής: «Αρνείται [υποκείμενο εδώ είναι μάλλον η λευκή σελίδα – άρα η ποίηση ως δυνατότητα] τη συνωμοσία / της πραγματικότητας / και η ανθεκτικότητά της / στο δριμύ της αλήθειας / προμηνύει μακροζωία» («[Αντίθεση] ΧΙΙΙ.»). Αυτές δεν είναι ακριβώς οι θαυματουργές, οι ζωογόνες ιδιότητες της ποίησης, της τέχνης;

Σύσσωμες οι Θέσεις και Αντιθέσεις είναι, λοιπόν, γεμάτες από παλινδρομήσεις και αμφισβητήσεις: τι μπορείς να κάνεις μπρος στην «λευκή σελίδα»; Τι σου επιτρέπεται; Από πού θα προέλθει η γραφή του ποιήματος; Εναργής απεικόνιση, αυτό το λαχάνιασμα, της ποιητικής διαδικασίας: που δεν παρέχει ποτέ εγγυήσεις επιτυχίας, ούτε καν περάτωσης. Έτσι, τα «Ποιήματα της λευκής σελίδας» προκύπτουν από έναν λυρικό στοχασμό βουτηγμένο στο όξος της αμφιβολίας και του θανάτου, στο αφυγραντικό αλάτι της δημιουργικής αγωνίας και του υπαρξιακού σκότους. Μέχρι η ποίηση να αναδυθεί από αυτά, όχι αποξηραμένη, αλλ’ αντιθέτως στιλπνή, ελαφρά, απέριττη, αναπεπταμένη.

 

Ολίγες ελάσσονες απορίες

Είναι φανερός, υποθέτω, ο θαυμασμός μου γι’ αυτό το ποιητικό επίτευγμα της Δ.Κ. Για να προστατεύσω, όμως, τον έπαινό μου, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω και κάποιες απορίες ή ενστάσεις: όχι, συνεπώς, ως ‘γκρίνια’, αλλ’ ως εντοπισμό ορισμένων, κατά την γνώμη μου, αχρείαστων στοιχείων που ναι μεν δεν μειώνουν την ισχύ της επίτευξης, αλλ’ ούτε και την στηρίζουν – ίσως δε και ν’ απειλούν να την διαβρώσουν, έστω τόσο δα.

Και ξεκινώ από το ουσιωδέστερο. Η τελευταία Αντίθεση, «ΧV.» –συνεπώς, σύμφωνα με την τυπωμένη διάταξή του, και ολόκληρο το ποίημα– κλείνει με τους στίχους: «Υπάρχει μια λευκή σελίδα πάνω στο τραπέζι. // Ο Διονύσιος Σολωμός ένιωσε κιόλας την υγρασία της. // Εμείς;» Μοιάζει, δηλαδή, σαν η ποιήτρια να (νιώθει πως) αναμετριέται με τον Σολωμό, και να μας καλεί κι εμάς σ’ αυτήν την αναμέτρηση. (Κάτι παρόμοιο έχει συμβεί και στην μόλις δίστιχη «[Θέση] V.»: «Υπάρχει μια λευκή σελίδα στο τραπέζι πάνω – // Τη νιώθει ο Σολωμός υγρή, ψηλώνει ο νους, ω θάμβος πλάνο – ». Αλλά σ’ εκείνη την θέση, πιο εύκολα και γρήγορα προσπερνιέται.). Ακόμη κι αν δεν αναμετριέται μ’ αυτόν, παρά τον αναφέρει μόνο (μιας και το ακροτελεύτιο «Εμείς;», με απλά και όχι πλάγια στοιχεία, θα μπορούσε να συνεχίζει τον τέταρτο απ’ το τέλος στίχο, τυπωμένο επίσης με απλά: «Δε βρήκανε την ψυχή μας»), δεν βλέπω τι προσφέρει αυτή η αναφορά (η μόνη σε γνωστό πρόσωπο, και δη τον εθνικό μας ποιητή), βαραίνοντας μάλιστα κατά τέτοιον τρόπο στο πέρας του ποιήματος. Τι προσφέρει στο ποίημα, και τι προσφέρει σ’ εμάς που το διαβάζουμε. Σίγουρα, το υψηλό ύφος του ποιήματος δεν έχει ανάγκη την ρητή αναφορά στον Σολωμό, η δε ‘αγκίστρωση’ της υπαρξιακής σχέσης όλων μας –όπως έχει υπαινιχθεί ώς εδώ το ποίημα– με κάποιου είδους ‘λευκή σελίδα’, στις γνωστές δυσκολίες του Σολωμού ως προς την περάτωση των έργων του, μάλλον κινδυνεύει να μειώσει την σημασία του ποιήματος της Δ.Κ. και να στενέψει το εύρος των ‘συνεπειών’ του.

Ελάσσονος βαρύτητας ένστασή μου αφορά την (γνωστή και από τα προηγούμενα βιβλία της Δ.Κ.) χρήση πλαγίων ‘καθέτων’ ακολουθούμενων από κενό διάστημα (« /     ») για να χωριστεί ένας στίχος, ως περιττή τυπογραφική ‘φλυαρία’· ή την υιοθέτηση ‘άχρηστων’ παρενθέσεων («Αλλά (εγώ) το φοβάμαι»).

Λίγες, τέλος, λεξιλογικές απορίες: «αλέθει / σαν ζεστό φρέσκο γάλα», «ενεργειακό πεδίο των νεκρών», «μειωμένη λογική», «οδικών πτηνών» (αν δεν πρόκειται για εξόφθαλμο τυπογραφικό λάθος).

 

Θλιμμένο ζώο

Το βιβλίο είχε αρχικώς, προ ετών, ανακοινωθεί μόνο με τον τίτλο Ποιήματα της λευκής σελίδας και, όπως επιβεβαιώνει η έκτη σελίδα του, σε μια αρχική μορφή του ήταν έτοιμο από το 2019. Όμως, το έτος έκδοσής του δυο χρόνια αργότερα, έφτασε να περιέχει και μια δεύτερη ενότητα, την σειρά ποιημάτων με τίτλο “Animal Τriste” [γαλλ.: Θλιμμένο Zώο], γραμμένη, όπως δηλώνεται στο τέλος της, την “Άνοιξη-Καλοκαίρι 2020”, δηλαδή εν μέσω πανδημικού εγκλεισμού. Εκ πρώτης όψεως, μπορεί να μοιάζει ριψοκίνδυνο, αυτό το στοίχημα της Δ.Κ. –η οποία ‘επέτρεψε’ το ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα των δεκατριών ετών μεταξύ του πρώτου και δεύτερου βιβλίου της–, να εμφανίσει τόσο πρόσφατη εργασία της, αλλ' απέδωσε. Μάλιστα, θα προκαταβάλω την γνώμη μου πως πρόκειται για την πιο ώριμη, μέχρι τώρα, ελληνική καλλιτεχνική απόκριση (απ' όσες τυχαίνει να γνωρίζω) στην συνθήκη που ακόμα διανύουμε. Αν τούτο ισχύει, το “Animal Triste” δικαιούται να θεωρηθεί ακριβώς απόδειξη της δυνατότητας η κατίσχυση και το ρίζωμα της ποίησης στην λευκή σελίδα –το  έπαθλο της αγωνιώδους, δημιουργικής και υπαρξιακής πάλης του πρώτου μέρος του βιβλίου– να είναι και η δημιουργική έκβαση κάθε δυσμενούς συνθήκης, όπως, π.χ. της πανδημίας.

«Το ζώο μου είναι στο είδος του μοναδικό», ξεκινά το εναρκτήριο, φερώνυμο ποίημα. Πέντε στίχους πιο κάτω, η φράση γίνεται: «Το ζώο μου είναι στη θλίψη του μοναδικό». Η «ζέστη» που «ανεβαίνει», οι νεκροί, η αναμονή πως «μερικά καλοκαίρια μετά / θα έχει τελειώσει ο θερισμός» και «οι γέροντες θα επιστρέψουν / στα παγκάκια της συντροφευμένης μοναξιάς τους», η επίκληση στην «κοινόχρηστη θλίψη του μαγιάτικου ακάλυπτου» σημαίνουν υπαινικτικά αλλά καίρια τον εγκλεισμό λόγω πανδημίας. (Και ας (μου) δημιουργεί κάποια σύγχυση η χρήση του β’ ενικού προσώπου: είναι πάντα το ίδιο; Π.χ. στους στίχους «Τους νεκρούς σου τους έκαψες;» και «ενώπιόν σου θα κριθώ»;)

Η αγωνία, λοιπόν, του εγκλεισμού και οι βιωμένες αντιφάσεις της συνθήκης αυτής εντοπίζονται παντού, στα κατά κύριο λόγο ολιγόστιχα ποιήματα. Και είναι, αυτές οι «αντιφάσεις της συνθήκης», κατοπτρισμός των συνεχών παλινδρομήσεων των «Ποιημάτων της λευκής σελίδας». Η ελπίδα να «χορέψουμε αγκαλιασμένοι» ακολουθεί την αίσθηση της «συντριβής». Όμως η φύση –μέρος της, βεβαίως, είναι καί ο ιός που «απλά εισχώρησε», «αυτό το περιφραγμένο καλοκαίρι»– παραμένει σωτήρια, ή έστω παρηγορητική, καί μέσα στο πένθος: «Τη μέρα που δύει τυλίγοντας / τόσες ψυχές στον μανδύα της / [...] με πιάνει απόγνωση / [...] και με κρατάει / καρφωμένη στο πλατύσκαλο εκεί / να πλημμυρίζω άστρα.» Τα μυρμήγκια, μιας κι «ανεμπόδιστα γλιστρούν» γίνονται ζηλευτά όντα, και «διδάσκουν την αφοσίωση». «Αθώα κοτσύφια έρχονται / στην ταράτσα μου». «Το φύλλο δυνατό και σαρκώδες / ανασαίνει φτερουγίζοντας». Ωστόσο, ακόμα και το «φως», αυτό το κατ’ εξοχήν πανίσχυρο κι ελεύθερο στοιχείο του σύμπαντος, υπ’ αυτές τις συνθήκες, αστράφτει «εγκλωβισμένο στον ορίζοντα».

Και αν ακόμα, κατά τόπους (π.χ. στα ποιήματα «Λυπημένο ποίημα», «Ξαφνικά», ή «Ήταν»), η Δ.Κ. αποτολμά να ακροβατήσει ώς το μελό (υπό το σήμα, πιθανώς, του Τάσου Λειβαδίτη, στίχους του οποίου προτάσσει ως επιγραφή αυτής της ενότητας), και αν η μεστωμένη αρτιότητα και ο σίγουρος βηματισμός δεν χαρακτηρίζουν αυτήν την ενότητα στον βαθμό που διατρανώνονται στα «Ποιήματα της λευκής σελίδας», δεν έχει μεγάλη σημασία: αυτές οι ποιητικές σημειώσεις υπαρξιακής συνθήκης είναι η στίξη της πεζής ζωής· μπορούμε να τις φανταστούμε ως ισχνά αλλ’ ισχυρά ποιήματα, μέσα σε ένα συνεχές, σιωπηρό, ένδον πεζό. Από τη μια, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι η γειτνίαση με τον αγώνα και τον θρίαμβο της πρώτης ενότητας του βιβλίου, αδικεί αυτά τα λιγότερο ‘φιλόδοξα’ ποιήματα. Από την άλλη, όμως, είναι θεμιτό να υποθέσουμε πως ακριβώς επειδή η ποιήτρια πλέον δεν φοβάται την λευκή σελίδα, κι έχει συνάψει μαζί της γόνιμη ειρήνη, μπορεί –και δικαιούται· έχει κερδίσει αυτό το δικαίωμα– να αποκριθεί στο εκτυφλωτικό λευκό (ή στο ισοδύναμό του: το χαίνον μαύρο) και με αυτόν τον ‘ήσσονα’, ‘ήσυχο’ τρόπο. Μετά την μάχη και τον κόπο της αναμέτρησης με την λευκή σελίδα, η ‘χαλάρωση’, η ειρήνευση –θα λέγαμε–, που ίσως αποτελούν κι ένα είδος ‘αυτο-συγχώρησης’, επιτρέπουν στην ποιήτρια να γράψει πιο ‘απλά’ (θεαματικά ‘απλούστερα’, τωόντι, από οποτεδήποτε άλλοτε). Και σχεδόν να αποδεχθεί πια την σιωπή ως ποιητική δυνατότητα, αντί ως αγωνία, όπως βιωνόταν πιο πριν: «Η ζωή τυλίγεται γύρω μας ξανά / σαν αγράμπελη. / Το φλύαρο μοτέρ της ποίησης / σε λίγο θα πάψει.» Και, κλείνοντας την ενότητα αυτή –και, μαζί της, όλο το βιβλίο– να διατυπώσει μια (αινιγματική) «Βεβαιότητα»: «Δεν είναι αργά να γεννηθούμε / αλλιώς // κι αυτό απομένει ίσως η μόνη / βεβαιότητα.»

Ίσως εντέλει το «Θλιμμένο ζώο» –και, μαζί του, όλο το βιβλίο που το περιέχει– να είναι η απόκριση –μία απόκριση· άλλη μία απόκριση– της Δ.Κ. στο ζητούμενο που η ίδια έχει διατυπώσει σε κείμενό της για τον Σεφέρη («Τα Νέα», «Βιβλιοδρόμιο», 4-5 Δεκ. 2021): με ποιον τρόπο θα «αναλάβουμε τον πιο μεγαλειώδη ρόλο μας: τη σχέση με την προσωρινότητα».

 

Η «δύσκολη απόλαυση»

Οπωσδήποτε, στην τέχνη όπως και στην ζωή, είναι δυσχερέστερη η πειστική διατύπωση μιας βεβαιότητας ή μιας πίστης (αν δεν θέλουμε να ακούγονται φτηνές και κίβδηλες), κι ευκολότερη (και συναρπαστικότερη, για το αναγνωστικό κοινό) η παρακολούθηση και η καταγραφή μιας διαμάχης, μιας αντίθεσης, μιας αντιπαράθεσης. Από την άλλη, η ‘απλή’ διατύπωση μιας βεβαιότητας ή μιας πίστης, όταν θεμελιώνεται σε ποιητικά στέρεο υπόβαθρο –όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Δ.Κ.– , όταν πατά γερά σ’ αυτό, μπορεί να επιτύχει μια δραστικότερη επιτάχυνση και να φτάσει γοργότερα τον στόχο της, συγχρόνως κρατώντας περισσότερη απ’ την θερμότητα του ζέοντος κέντρου απ’ όπου εκπορεύεται. Και τότε, εύκολα ξεχωρίζει απ’ την απλοϊκή ρήση, που ίπταται δίχως ερείσματα, γλιστρά σε αβέβαιη επιφάνεια, πλέει χλιαρά σε επίπεδο ρηχό.

Βεβαίως, η βαθειά θεμελίωση (δια της τέχνης) απαιτεί και βαθύτερη εξέταση (δια της ανάγνωσης): η ποίηση της Δ.Κ. δεν μας χαρίζεται (πάντα) εύκολα. Όμως, τι άξιο λόγου στην σύγχρονή μας τέχνη δεν απαιτεί εξοικείωση, άσκηση, προσπάθεια, για να το κατανοήσουμε και να το απολαύσουμε; Έχουμε καταβάλει προσπάθεια –και συνεχίζουμε– για να εξοικειωθούμε με –για να μάθουμε να διαβάζουμε’– την φιλμική γραφή του Νταίηβιντ Λυντς ή του Γκοντάρ, την μουσική γραφή της Μπγιορκ ή του Λίγκετι, για να μη μιλήσουμε για την αφηρημένη ζωγραφική ή τα μεταμοντέρνα εικαστικά. Ακόμα και την ‘δύσκολη’ πεζογραφία –του Κούντερα ή του Φάις, φερειπείν–, την επιβραβεύει η μερίδα του αναγνωστικού κοινού που καμαρώνει ως καλλιεργημένη και ενήμερη: την αγοράζει, την διαβάζει, την συζητά. Γιατί, λοιπόν, μόνο στην ποίηση αρνούμαστε την δεκτικότητά μας, την ετοιμότητά μας, την διάθεση για εξοικείωση, για τριβή, για άσκηση; Πώς γίνεται, απ’ όλες τις τέχνες, η ποίηση να υποφέρει πιο πολύ από την αδιαφορία των καλλιεργημένων αναγνωστών, υπό το πρόσχημα πως είναι «δυσνόητη» ή με την χυδαία δικαιολογία πως «έχει χάσει επαφή με το κοινό», και άλλες φαιδρότητες που δεν τολμά να ξεστομίσει κανένας σοβαρός φιλόμουσος, φιλότεχνος ή σινεφίλ; Πολύ επιγραμματικά κι ακόμα περισσότερο σχηματικά: πιστεύω πως η σύντομη απάντηση βρίσκεται αφενός στην ευρέως διαδεδομένη παρεξήγηση πως η ποίηση –αυτή! μία από τις αρχαιότερες των τεχνών– δεν είναι τέχνη αλλά «έκφραση» συναισθημάτων και εντυπώσεων – άρα οφείλει να είναι ‘άμεσα’ ‘προσπελάσιμη’. Και αφετέρου, στην απατηλή ταύτιση του σύντομου με το εύκολο και εύληπτο: όλοι μπορούμε να γράψουμε δέκα κατανοητές φράσεις σε μια σελίδα, αλλ’ όχι ένα ογκώδες μυθιστόρημα – συνεπώς το μυθιστόρημα, ως ‘κάτι άλλο’ από καθημερινή, στοιχειώδης ομιλία, ‘δικαιούται’ να είναι ‘απαιτητικό’ και ‘δύσκολο’, ενώ η ποίηση, όχι. Όμως αυτά είναι αντικείμενο μιας μεγάλης (και εξαιρετικά σημαντικής για τα πνευματικά πράγματα) συζήτησης, που δεν είναι της παρούσης.

Παραταύτα, εύχομαι τούτο το κείμενο και όσα ακολουθήσουν να σας πείσουν –αν χρειάζεται να πεισθείτε– ότι αξίζει να διαβάζετε και κάποια βιβλία ‘απαιτητικής’ ποίησης: η ολοένα αυξανόμενη απόλαυση που θα αποκομίζετε, θα ανταμείβει τους κόπους σας.


Τελικές δηλώσεις

Πρόθεσή μου είναι, τα κριτικά κείμενα που θα στεγάσει αυτή η άτακτη στήλη, «Τι κάνουν οι λέξεις» (παραλλαγή τού «Με τα λόγια (γίνεται)», άλλου κριτικού εγχειρήματός μου, με την μορφή επιμέλειας –άρα επιλογής, άρα (διά)κρισης– ποιητικών εκδηλώσεων), να αποτελούνται από τρία άνισα μέρη. Πρώτα, μια σύντομη υποδοχή περί τέχνης και κριτικής, με αναφορές σε σκοπό, κριτήρια, προτιμήσεις, προτεραιότητες, και προβλήματα που μου φαίνονται κρίσιμα και επίκαιρα. Μετά, το κύριο σώμα: η κριτική ενός ή περισσότερων βιβλίων. Τέλος, μια λακωνική δήλωση (εμπνευσμένη από την σύγχρονη εκδοτική πρακτική στα διεθνή επιστημονικά περιοδικά) για την σχέση μου με τις/τους κρινόμενες/ους συγγραφείς. Αν η πρώτη ενότητα ξενίσει λίγο (παρότι την θεωρώ αναγκαία και την ελπίζω χρήσιμη, ιδιαιτέρως δε στο παρόν τοπίο έκδοσης, παρουσίασης, και κριτικής της ποίησης), ίσως η τρίτη φανεί ολωσδιόλου αλλόκοτη. Ωστόσο, θεωρείται σήμερα απαραίτητο, όσες/οι ερευνούν ένα επιστημονικό ζήτημα, να δηλώνουν, στην δημοσίευση των αποτελεσμάτων τους, κάποια σημαντικά (οικονομικά και άλλα) στοιχεία σχετικά με την έρευνά τους. Όχι για να θέσουν τα συμπεράσματά τους υπό αμφισβήτηση· η αξιοπιστία οιασδήποτε μελέτης εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από την καταλληλότητα και την σωστή εφαρμογή των μεθόδων της, την ορθή εξαγωγή και παράθεση των δεδομένων, και την εγκυρότητα της ανάλυσής τους. Αλλά για λόγους διαφάνειας. Κατ’ αναλογίαν, νομίζω πως δεν θα ήταν εντελώς άχρηστο και ανώφελο για τις/τους αναγνώστ/ρι/ες, κάθε κριτικός να δηλώνει την σχέση του με τα πρόσωπα των οποίων τα έργα κρίνει.

Λοιπόν:

Γνώρισα προσωπικώς την Δήμητρα Κωτούλα το 2012. Έχουμε συνεργαστεί στο «Με τα λόγια (γίνεται)» και αλλού.

~

Η κριτική αυτή δημοσιεύθηκε στο τ. 134, Σεπτ. 2022 του "The Books' Journal". Η φωτογραφική προσωπογραφία της ποιήτριας είναι του Κωνσταντίνου Πίττα.