5.9.08

οι ξυλοκόποι της άνοιξης

μ’ αρέσεις γιατί δεν ξέρω πού θα σε βρω
πάντα με τό ’να μισό στο φως
και τ’ άλλο μισό στο σκοτάδι
–διστάζοντας ανάμεσα
στην ομορφιά και την απορία
ανάμεσα σ’ εσένα και το αληθινό σου πρόσωπο–
περιμένεις να πέσω
να διαλέξω επιτέλους
την πλευρά που κι εσύ πια γνωρίζεις
αλλά δεν την πατάς παρά μόνο μαζί μου
*
το σκοτάδι τώρα δυναμώνει
η αγάπη γύρω μας πυκνώνει
δεν αργεί η στιγμή –
θα πέσει από πάνω σου η λεπτή ντροπή
*
γυρνώντας σπίτι σου μεσάνυχτα
μια νεαρή μάνα ζαλισμένη
έπινε ακόμα – χτυπημένο το πρόσωπο
και το παιδί στα χέρια
μάζευε κάθε τόσο το αρκουδάκι του
απ’ το βρώμικο πάτωμα του τραίνου
είπες αυτό η μάνα μου ποτέ
σα φτάσαμε σε χάιδευα ώσπου να ησυχάσεις
κι ύστερα με το σώμα σου
κουλουριασμένο γύρω στο δικό μου
έψαχνα να ταιριάξω μέσα στο κοίλωμα του ύπνου σου
γυρνώντας σπίτι μου την άλλη μέρα
είδα στο δρόμο
τους ξυλοκόπους της άνοιξης
*
λίγες ώρες αργότερα ήδη χάνω το πρόσωπό σου
προσπαθώ να κρατήσω τις ομοιότητες
μα μου διαφεύγει η εικόνα
μερικές φορές καταφέρνω
να σχηματίσω το χαμόγελό σου
πάνω στο κόκκινο πανί της πολυθρόνας
ύστερα με ξαφνιάζουν δυο γραμμές
που κατεβαίνουνε πικρές μέχρι το στόμα
κι άλλοτε νομίζω πως σε βρίσκω
σε ασπρόμαυρες σελίδες
– κοιτάζεις πάνω από τον ώμο
κεντημένον με μια μπλε καρδιά
όταν ξανά μ’ αγκαλιάζεις σε ρωτάω
αν εσύ με θυμάσαι – τότε γυρνάς και με το πρόσωπο
μισό στο φως χαμογελάς
ρώτησέ με ξανά όταν σκοτεινιάσει
[πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'ποίηση' (τ.13, άνοιξη-καλοκαίρι 1999) και περιλαμβάνεται στο υπό έκδοση βιβλίο, το σωσίβιο (εκδόσεις καστανιώτη)]

Δεν υπάρχουν σχόλια: