11.4.12

τρία ποιήματα για τις μέρες που 'ρχονται





















ΚΕΡΙ ΑΝΑΜΜΕΝΟ 

Τούτη την άνοιξη πρώτη μου φορά
κράτησα δυο κεριά στον Επιτάφιο
Εγώ που δεν πολυπιστεύω

Όμως εδώ και τρία χρόνια
ανάβω πάντα δυο κεράκια
στα πιο μικρά ξωκκλήσια

Επειδή λέμε η ψυχή τρεμοσβήνει
εγώ τα ανάβω με επίμονη αφέλεια
και προσδοκία πιστού

Ύστερα λέμε – έσβησε
Όμως ποτέ δε θα ξεχάσω
πώς άστραψε το πρόσωπό σου αυστηρό

όταν με είδες κάποια νύχτα να φυσάω
τη φλόγα του κεριού
Του παίρνεις την ψυχή. Ποτέ

να μην το σβήνεις έτσι. Πάντα
με σαλιωμένα δάχτυλα ν' αγγίζεις το φιτίλι
μες στο χέρι σου

μάζευε τη φλόγα μην 
τη σκορπάς στον αέρα
Από τότε προσέχω πάντα

χωρίς να εξηγώ κι ας με πειράζουν
για τούτη την παράξενη φροντίδα. Αξίζει
τον κόπο να βρέχεις τα δάχτυλα

τρυφερά να πιάνεις τη φλόγα
αξίζει τον κόπο
ο ελάχιστος κίνδυνος μήπως καεί

το διστακτικό δειλό σου χέρι
– μήπως σε κάψει μια ψυχή
που –προσωρινά– αποσύρεται


Όμως εχθές πριν κοιμηθώ ξεχάστηκα
φύσηξα τη φλόγα – ο τοίχος πάνω
από το παραπανίσιο μαξιλάρι πιτσιλίστηκε

λειωμένο κερί
Μ' έπιασε τότε ένα παράπονο
Λες ήταν άνθρωπος – και έφταιγα εγώ


[από Το σωσίβιο, Καστανιώτης, 2008, β'2009]






















ΑΠΟΚΑΘΗΛΩΣΗ
  
Εκ των υστέρων όλα εξηγούνται
Γιατί όλοι αποκοιμήθηκαν
γιατί ο φίλος δείλιασε
γιατί θα είναι πάντα ένας άγνωστος
αυτός που τρυφερά θα εκτελεί
την τελευταία χειρονομία

Το σώμα κατεβαίνει
βαρύ απόκοσμο
Τσακίζουνε τα χέρια για να το αποθέσουν
στο άστρωτο σεντόνι

*

Αντικρίζοντας έχανα το πρόσωπο
Η εικόνα παύει η δύναμή της σκορπίζεται

Από τώρα κι ύστερα θραύσματα φαντασίας μόνο
θα δοκιμάζουν να την ανασυνθέσουν – μάταια
με υλικά που θα απέχουν πάντα απ’ το να είναι
ακριβώς τα κατάλληλα

Η εικόνα σπάζει – όμως επιτέλους
το σώμα θα αναπαυθεί
το σώμα που ένιωσε πολύ αργά τι είχε αναλάβει
για τι προοριζόταν σιωπηλά από την αρχή

Αφού αυτά έχουν ξανασυμβεί
Είναι απλώς μια επανάληψη
γνωστών κινήσεων αναπόφευκτης αλληλοδιαδοχής


The books' journal», τ. 8, Ιούνιος 2011 - πλέον στον Ακάλυπτο, εκδ. Καστανιώτη 2013]



















ΜΕΓΑΛΟ ΣΑΒΒΑΤΟ


Άντρες βαστάζουν τις γωνιές
ημιανάπαυση
Ο σκύλος σκύβει πάνω απ’ τον αφέντη
η πέτρα σπασμένη πεταμένη
χάσκει σκοτεινή δροσιά

Κι οι τρεις μαζί κοιτάζονται
χαρμόσυνα φιλιούνται
στόμα με στόμα
Άνοιξη κι έφυγε


The books' journal», τ. 8, Ιούνιος 2011 - πλέον στον Ακάλυπτο, εκδ. Καστανιώτη 2013]

[φωτ.: π.ι., 2003-2006]

Δεν υπάρχουν σχόλια: