Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .εκθέσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα .εκθέσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

3.2.22

"περνούν" / "χελώνες" @ tavros

 


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στα πλαίσια της ομαδικής έκθεσης "There is nothing inevitable about time" στον χώρο τέχνης "Tavros" στην Αθήνα (3 Φεβρουαρίου - 7 Μαΐου 2022), και της πρόσκλησης προς το "ΦΡΜΚ" να συμμετάσχουμε στην έκθεση με σχετικά ποιήματα, τυπώθηκαν -μαζί με ποιήματα των άλλων επτά μελών της συντακτικής ομάδας του περιοδικού- σε αφίσες που τοιχοκολλήθηκαν στην συνοικία του Ταύρου και σε 16σέλιδο που επιμελήθηκε η γραφιστική ομάδα "These are a few of our favorite things", τα δύο αδημοσίευτα ποιήματά μου "Περνούν" και "Χελώνες".

12.3.11

'τα χέρια του ύπνου' @ "εικονο-ποίηση"

 
Το έργο μου Τα χέρια του Ύπνου, με φωτογραφίες μου και ποίηση του Ρενέ Σαρ , παρουσιάζεται στα πλαίσια της ομαδικής έκθεσης "εικονο-ποίηση", στο Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, 12-26 Μαρτίου 2011. 

Ακολουθούν τα κείμενα και οι εικόνες που το απαρτίζουν. Τέλος, μια περιγραφή της υλικής μορφής του έργου.
 
















*

 
To έργο είναι μια εγκατάσταση με λέξεις και εικόνες.

Πάνω σε ένα τραπέζι, έχουν τοποθετηθεί αντικρυστά, δύο πανομοιότυπα χειροποίητα ολιγοσέλιδα λευκώματα. Πάνω σε επτά ασπρόμαυρες φωτογραφίες μου διαφόρων χεριών, 'πέφτουν' επτά σελίδες ρυζόχαρτου με τυπωμένα, μεταφρασμένα από εμένα -και ακόμη αδημοσίευτα-, χωρία του έργου του Γάλλου ποιητή (και αντιστασιακού κατά τον Β' Π.Π.) Rene Char, Feuillets d' Hypnos (1946). 

Τα δύο λευκώματα έχουν την εξής διαφορά: στο ένα, οι εικόνες είναι φωτοαντίγραφα των πρωτότυπων τυπωμάτων, ενώ στο άλλο, οι σελίδες των λέξεων είναι φωτοαντίγραφα των πρωτότυπων εκτυπώσεων.

Κάθε λεύκωμα κλείνει με μια σελίδα όπου είναι τυπωμένο το κείμενο που ακολουθεί:
 
 

Παναγιώτης Ιωαννίδης – πάνω σε ποίηση του Ρενέ Σαρ

 

τα Χέρια του Ύπνου

 

Τα Feuillets dHypnos –τα Φυλλάδια του Ύπνου– είναι το δεύτερο βιβλίο που ο René Char εξέδωσε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, μην έχοντας δημοσιεύσει τίποτα από το 1939. Προέκυψε κυριολεκτικώς από το λύσιμο σε φυλλάδια του τετραδίου όπου κρατούσε σημειώσεις κατά την διάρκεια της συμμετοχής του, ως ‘λοχαγός Αλέξανδρος’, στην γαλλική Αντίσταση. Από την επεξεργασία εκείνου του υλικού –που το ξαναβρήκε αναπάντεχα στην κρυψώνα του μες σ’ έναν πέτρινο τοίχο και, αφού αντέγραψε ό,τι του ‘χρειαζόταν’, το κατέστρεψε, διασώζοντας, ως δείγμα, μόνο μιά σελίδα του– προέκυψαν διακόσιες τριάντα επτά πεζόμορφες ‘σημειώσεις’: παραινέσεις γιά την σωστή συμπεριφορά του αντάρτη, ελλειπτικές περιγραφές στρατιωτικών επιχειρήσεων, πυκνοί στοχασμοί, και σπάνιες λυρικές φυγές. Η ανάγκη της επιβίωσης –σωματικής και ψυχικής– μες στον ζόφο του ναζισμού, τον στρέφει ξανά και ξανά στην αναζήτηση του φωτός και στην απεύθυνση στο Εσύ – μέσ’ απ’ το προσωπείο του Ύπνου, αδελφού του Θανάτου. 

 

Του ύπνου που, μες στον χειμώνα, διασώζει την ζωή. 

 

Πάνω από το τραπέζι όπου έγραφε, είχε καρφιτσωμένη μιάν εικόνα του πίνακα του Georges de la Tour, Ο Φυλακισμένος (που σήμερα θεωρείται ότι απεικονίζει μάλλον τον Ιώβ καθώς τον εμπαίζει η γυναίκα του): το ασφυκτικό καδράρισμα των δύο μορφών, οι μεγάλες σκοτεινές επιφάνειες, το απόκοσμα άπλετο φως ενός κεριού, και η ευγλωττία των χεριών, συνθέτουν την αινιγματική γοητεία αυτού του έργου.

 

Σκέφτηκα να δέσω, αφού τα μετέφρασα, κάποια απ’ αυτά τα ‘εις εαυτόν’ του Ρενέ Σαρ (σε επιστολή του, προσπαθώντας να περιγράψει την νέα αυτή τροπή στο έργο του, αυτοπαρομοιάζεται, σαρκάζοντας ελαφρώς, με τον Μάρκο Αυρήλιο),μαζί με χέρια –λυτά ή πλεγμένα– αγαπημένων μου προσώπων ή αγνώστων. Τα δύο πανομοιότυπα τετράδια που προέκυψαν, αποτελούνται από εκτυπώσεις και φωτοαντίγραφά τους: στο ένα τετράδιο, οι λέξεις είναι στο πρωτότυπο τύπωμα, ενώ οι εικόνες σε φωτοαντίγραφα – στο άλλο, το αντίστροφο.



27.9.09

ένα φυλαχτό γιά να μη χάσω τις οικονομίες μου


Πεπραγμένα λειτουργίας

του «Αρκαδικού Ποιηματοπωλείου ‘Οι Ξυλοκόποι της Άνοιξης’»,
κατά την Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009, 8-12 μ.μ., Πάρκο Φλοίσβου
(«Κι εγώ στην Αρκαδία», 2η Μπιεννάλε της Αθήνας / ‘Heaven’ – ‘Live’)


Εισαγωγή

Από την Αναγέννηση και μετά, διάφοροι καλλιτέχνες της Δυτικής Ευρώπης αναφέρονται στην «Αρκαδία» ως μιά θρυλική εκδοχή αυτής της περιοχής της Πελοποννήσου: έναν παραδείσιο τόπο ομορφιάς, αρμονίας και αθωότητας, που τον νοσταλγούν, και αποπειρώνται διά του έργου τους να τον ανασυστήσουν – ή, καλύτερα: να τον ορίσουν.


Στον Φλοίσβο του σημερινού Αθηναϊκού Φαλήρου, στον ‘Παράδεισο’ της 2ης Μπιεννάλε της Αθήνας, η Ομάδα Φιλοπάππου (Μάντυ Αλμπάνη, Αντώνης Βολανάκης, Γιώργος Γιαννακόπουλος, Γεωργία Δεσύλλα, Μαίρη Ζυγούρη, Νάντια Καλαρά, Τίνα Κώτση, Νίκος Παπαδόπουλος, Τερέζα Παπαμιχάλη, Αγγελική Σβορώνου, Άννα Τσουλούφη και Κώστας Χριστόπουλος) κατασκεύασε την δική της Αρκαδία: ένα υπαίθριο σαλόνι φτιαγμένο από παράταιρα καθίσματα. Μπροστά του, η θάλασσα κι ο ήλιος που βούταγε αριστερά απ’ την Καστέλλα – πίσω του, μιά γιγαντοαφφίσσα που απεικόνιζε το ίδιο αυτό τοπίο της δύσης, ψηφιακά απαλλαγμένο από κάθε ανθρώπινο ίχνος (κτίσματα κ.λπ.). Η εγκατάσταση «Κι εγώ στην Αρκαδία» καλούσε σε μιά τυχαία συνεύρεση των επισκεπτών της Μπιεννάλε αλλά και των καθημερινών περιπατητών της προκυμαίας του Φλοίσβου: τους επέτρεπε να ξεκουραστούν, να στραφούν στον διπλανό τους, και, ίσως, να συνομιλήσουν – ανάμεσα στα δυό ηλιοβασιλέματα.

Στον χώρο αυτό, στις 26 Ιουνίου 2009, ο εικαστικός Αντώνης Βολανάκης προσκάλεσε 13 ποιητές (Γιούλη Βολανάκη, Φοίβη Γιαννίση, Κατερίνα Ηλιοπούλου, Παναγιώτης Ιωαννίδης, Δούκας Καπάνταης, Πατρίτσια Κολαΐτη, Θεώνη Κοτίνη, Γιάννα Μπούκοβα, Ιορδάνης Παπαδόπουλος, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Θάνος Σταθόπουλος, Γιάννης Στίγκας, Γιώργος Χαντζής). Στα πλαίσια της δράσης ‘Ποιητική κατοικία αρκαδία’, επρόκειτο να προσφέρουν ή να ανταλλάξουν λέξεις γεννημένες επί τόπου, με τον τρόπου που καθένας/καθεμιά θα επέλεγε.

Οι καλλιτέχνες του ‘αρκαδισμού’ έδειχναν με τα έργα τους έναν φαντασιακό ‘παράδεισο’. Εμείς, ευρισκόμενοι ήδη στον ‘παράδεισο’ μιάς άλλης ‘Αρκαδίας’, τι θα μπορούσαμε να φτιάξουμε; Αυτός ο τόπος απρογραμμάτιστης συνεύρεσης και αναδιπλασιασμού της ομορφιάς γέννησε την φαντασίωση μιάς πιθανότητας γιά στιγμιαία δημιουργία ‘παραδείσιων’ σχέσεων εμπιστοσύνης και ανταλλαγής.


Υλικό και Μέθοδοι

Ο κατάλογος του «Αρκαδικού Ποιηματοπωλείου ‘Οι Ξυλοκόποι της Άνοιξης’» [χειρόγραφο χαρτί κολλημένο σε χαρτόνι κραφτ – ένα αντίτυπο] που προσφερόταν ατομικά στους επισκέπτες, περιελάμβανε τα εξής είδη (με την τιμή τους):


- Φυλαχτό – που διώχνει τον φόβο (1 φόβος)
- Ευχή – γιά ό,τι ποθείτε (1 επιθυμία)
- Χρησμός – γιά ό,τι σας απασχολεί (1 αριθμός + 1 ερώτηση)
- Χάικου – γιά μιά εικόνα που θυμάστε με ευχαρίστηση (1 εικόνα)
- Καρτ ποστάλ – προς ένα πρόσωπο που αγαπάτε (1 πρόσωπο)
- Κυνήγι του Θησαυρού (1 στεναχώρια)

Κάθε παραγγέλλων/ουσα διάλεγε το είδος που επιθυμούσε, και ο ποιηματοπώλης το 'μαγείρευε' και το 'σέρβιρε' -γραμμένο πάνω στο αυτογραφικό δελτίο, ένα αντίτυπο του οποίου παρεδίδετο, ενώ το στέλεχος παρέμενε γιά τα αρχεία του καταστήματος- επί τόπου.



Αποτελέσματα

Εξετελέσθησαν, εντός τεσσάρων ωρών, 51 ‘παραγγελίες’ 47 ‘πελατών’ (καθότι τέσσερις εξ αυτών παρήγγειλαν από δύο είδη), σε αυτογραφικά δελτία παραγγελίας ταβέρνας [Τυποτράστ, αρ. είδ. 250]. Το φάσμα ηλικίας των ‘πελατών’ εκυμαίνετο από την πρώτη ώς την έβδομη δεκαετία.



Χρησμοί

Δημοφιλέστερο προϊόν ανεδείχθη ο χρησμός (18 ‘παραγγελίες’). ‘Πυθία’, η Έμιλυ Ντίκινσον: ο/η αιτών/ούσα επέλεγε έναν αριθμό από το 15 ώς το 635 (οι αριθμοί των σελίδων της πανόδετης έκδοσης Franklin [The Belknap Press of Harvard University Press, 3η ανατύπωση: 2003] που φέρουν τα ποιήματα υπ’ αρ. 2-1789) και απηύθυνε μία ερώτηση προς την ‘Πυθία’. Ο ‘ιερεύς’/‘παραγγελιοδόχος’ άνοιγε την υποδειχθείσα σελίδα και μετέφραζε προχείρως –ενίοτε δε και διασκευάζοντας ελαφρώς– το πρώτο απόσπασμα που ένιωθε ότι θα μπορούσε να λειτουργήσει χρησμικά. Σε δύο μόνο περιπτώσεις, αυτό συνοδεύτηκε και από ‘ιερατική’, συντομότατη ‘εξήγηση’. Το πρωτότυπο παρεδίδετο και ανεγιγνώσκετο επί τόπου. Αναποφεύκτως, επτά χρησμοί αφορούσαν τον έρωτα – π.χ.



Κι αν χωρίσει η θάλασσα
Και δείξει μιάν άλλη θάλασσα;

[από το ποίημα υπ’ αρ. 720]

– δύο τον χρόνο, και από ένας: την μοναξιά, «έναν γείτονα», «την ανέλιξη της τέχνης μου», «την τέχνη μου», την ευτυχία, «πόσο;», «πότε;», «ξέρουμε την αλήθεια πριν τη βρούμε;», αλλά και τους ίδιους τους Δελφούς.


Φυλαχτά

Την δεύτερη θέση στις προτιμήσεις των συμμετεχόντων μοιράστηκαν το φυλαχτό και η ευχή (από 12 παραγγελίες). Τέσσερα φυλαχτά αφορούσαν τους φόβους γενικώς –π.χ.:



Φεύγα φόβε
Μ΄αυτό το φυλαχτό
σε αφήνω αφύλαχτο

– και, από ένα: τη ρουφιανιά, τα γεράματα, τις «σκοτεινές σκέψεις», τους «σκοτεινούς φόβους», «όλα όσα δεν θέλω να κάνω», «όλα όσα δεν μπορώ να τελειώσω». Ένα εννιάχρονο αγόρι, χωρίς να διστάσει στιγμή, ζήτησε ένα φυλαχτό «γιά να μη χάσει τις οικονομίες του!»


Κουμπαράς γεμάτος γεμάτος
Πορτοφόλι να μην κλείνει
Κι ο λογαριασμός βαρβάτος
Άφραγκο να μην μ’ αφήνει

Ένας πιό ντροπαλός συνομήλικός του, γύρεψε μέσω της μητέρας του –ενώ κρυβόταν πίσω από την πλάτη της– ένα φυλαχτό γιά την μοναξιά...


Φεύγα μοναξιά
κι άσε με μόνο
Κι όταν θά ’μαι μόνος
θά ’χω συντροφιά

Η παράδοση του πρωτοτύπου, διπλωμένου στα τέσσερα, συνοδευόταν από την προφορική οδηγία να αναγνωστεί άπαξ προ του ύπνου, κι ακόμη μιά φορά μετά το ξύπνημα.


Ευχές

Δύο ευχές γράφτηκαν γιά τον έρωτα – και από μία γιά: «ένα γερό παιδάκι», «ψυχική ευδαιμονία», «καλή οδήγηση», αιώνιες διακοπές, «ωραία συναπαντήματα», υγεία, «να μείνει μαζί μου», «να στεριώσει η ελευθερία», «ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου», «ν’ αγαπηθώ» – η τελευταία αυτή, γραμμένη ενόσω αιτούσα και γράφων ήσαν καθισμένοι πάνω στα βότσαλα:



Κάθησα στα βότσαλα
Ποθώ ν’ αγαπηθώ
Όσα είναι τα βότσαλα
τόση αγάπη να βρω

Γιά να πιάσει η ευχή, το διπλωμένο χαρτάκι έπρεπε να τοποθετηθεί κάτω απ’ το μαξιλάρι του/της ευχόμενου/ης, και να αναγνωστεί άμα τη εγέρσει.


Χάικου

Τρίτο ακολούθησε το χάικου. Γράφτηκαν συνολικά εννιά, γιά: έναν ποδηλάτη που περνούσε εκείνη την στιγμή μέσ’ απ’ το κύμα που έσκαγε στην προκυμαία, τον ήλιο καθώς έπεφτε (το ζήτησς μιά κυρία που φορούσε μιά λινή πουκαμίσα στο κίτρινο του ηλιοτροπίου) –



Κίτρινα φορώ
σαν το ηλιοβασίλεμα
μπροστά και πίσω

– «μιά θαλασσινή εικόνα ακριβώς σαν αυτήν που βλέπουμε, αλλά κάπου αλλού», ένα φουγάρο με πάνω του το φεγγάρι, «όταν κράτησα νεογέννητη την κόρη μου και την καλωσόρισα στην ζωή – αν και μάλλον δεν μ’ άκουσε», «μιά εικόνα πριν δυό μήνες σ’ ένα ταξίδι με τον σύζυγό μου – που δεν υπάρχει πιά», «ένα αξέχαστο σούρουπο», μιά δύση σε παραλία. Τέλος, ένα παραγγέλθηκε χωρίς να αναφερθεί συγκεκριμένη εικόνα. Η ανάγνωση γινόταν αμέσως.

Ουδείς επέλεξε την καρτ ποστάλ ή το ‘κυνήγι του θησαυρού’. Γιά το τελευταίο, ευτυχώς – μιάς και ήταν βέβαιο ότι θα απέβαινε το δυσκολότερο: η τροπή, διά των λέξεων, μιάς στενοχώριας ή αποτυχίας, σε ‘θησαυρό’ εμπειρίας, μέσω τριών ‘μυητικών’ σταδίων απομάκρυνσης, προσέγγισης, και εκφοράς. Η μη επιλογή της καρτ ποστάλ –προοριζόμενης γιά κάποιο πρόσωπο που δεν ήταν παρόν και στο οποίο θα αποστελλόταν– θα μπορούσε να σχετίζεται με την άμεσα προσωπική και επείγουσα εμπλοκή των αιτούντων, όπως αυτή τεκμαίρεται και από τις τρεις κύριες επιλογές τους (χρησμό, φυλαχτό, ευχή). Αν η εικασία αυτή είναι ακριβής, μεγάλο μέρος του σκοπού του ‘ποιηματοπωλείου’ επετεύχθη.


Συμπεράσματα

Παρά την ένταση της εργασίας (μέσος χρόνος εκτέλεσης παραγγελίας: 4’42’’), η εμπειρία ανταλλαγής –μιάς μύχιας έγνοιας, με κάτι που την επαναδιατύπωνε ή σκόπευε να την ‘θεραπεύσει’– προσέφερε, στον ‘παραγγελιοδόχο’ τουλάχιστον, την ικανοποίηση της βαθιάς, παρότι σύντομης, επικοινωνίας. (Με εξαίρεση, ίσως, τρεις τέσσερις ‘παραγγελίες’ που φάνηκαν να προέρχονται μάλλον από απλή περιέργεια γιά τον τρόπο ‘εκτέλεσής’ τους.)


Ουδείς θα τολμούσε να ισχυριστεί ότι καθεαυτήν
η ποιητική αξία των προσφερομένων ειδών είχε ενδιαφέρον. Δικαιούται όμως να διατηρεί την ελπίδα πως η προσφορά τους –τόσο ως διαδικασία, όσο και ως τελικό προϊόν– ενδέχεται να υπήρξε απολαυστική (και χρήσιμη ή παρηγορητική) γιά τους παραγγέλλοντες, όσο ήταν γιά τον εκτελούντα την παραγγελία. Ορισμένες στιγμές, κάποια περιστατικά, ένας τόνος ρεμβάζουσας φωνής, ένα βλέμμα που σηκώνεται απλανές, ένα βούρκωμα, ένα χαμόγελο που αργεί μερικά δευτερόλεπτα να σχηματιστεί καθώς τα μάτια διαβάζουν – έμοιασαν να υποστηρίζουν αυτή την ελπίδα.

11.10.08

'το δωμάτιο'

1. Από παντού πρέπει να φεύγω Χώρος ελευθερίας το μυστικό της συνάντησης κοίταζα γύρω κάτι άλλο φοβόμουν 2. Γιά να φτιάξουν κάτι μαζί πρέπει πρώτα να γνωριστούν Γιά να γνωριστούν πρέπει πρώτα να συναντηθούν (εκεί όπου μπορούν ν’ αποδράσουν –κάτω απ’ το παράθυρο– να ξαναχωρίσουν) [ο γάμος πάλλει κάτω από τον θάνατο] (Στα άβολα καθίσματα –δεν αντικρίζονται– αυτά που δε θέλω να γίνουν Η μέση του σώματος το κέντρο του σώματος είναι ευαίσθητο με την ακινησία κουράζεται) Να γράψουν ο ένας Πρέπει να υπάρχει ένας λόγος ή μιά αιτία (ή ένα αίνιγμα) πάνω στον άλλον τα δύο σώματα μέσα να βρω αυτό που πρέπει να λυθεί σε ένα τρίτο οι δύο σκέψεις μέσα στο ρεύμα του αέρα (πόρτα – παράθυρο) 3. Το φως γεννιέται μέσα στο δωμάτιο τόσο νερό όσο ένας πόνος εκεί που σταδιακή εγκατάλειψη ερχόντουσαν να φάνε αυτοί που έραβαν εκεί που ευχόντουσαν να φανεί αυτό που έθαβαν Μιά ηχηρή και μάταιη μονότονη γραμμή δεν υπάρχει σώμα, είναι μαύρος [κι εξακολουθεί την κατεβάζουν] Ζεύγος χαίρε – πάω να δω τον ίσκιο που απόγινες ζεύγος χαίρε – περιμένω το φως που φέρνεις/φεύγεις εγκλωβίστηκα εκεί στο τζάμι [λέω να την αφήσω] 4. Αυτός πέθανε μόνη της κατάφερε σιωπή επιθυμούσε μια ανυπόφορη κίνηση το βάρος ενός ολόκληρου άντρα Ο καλικάντζαρος της λέει ε γ ώ θα σου μάθω σχέδιο παιδί ε γ ώ θα σε μάθω να χορεύεις Θα γίνεις ξανά η γυναίκα αναρωτιόταν γυναίκα ήταν ίσως που δεν θυμάσαι πώς έγινες δεν θυμόταν από τι έπρεπε να σωθεί ξανά το κορίτσι που ντρεπόσουν να είσαι εκθαμβωτική Θα σε παντρευτώ επιβεβαίωση θα μου κάνεις παιδιά θα τα ταΐζεις Κάθε πρωί γραμμές και γράμματα δική της (μόνο) 5. Ακόμα και στο σκότος του Εσύ –ενός απευθύνσιμου Εσύ– συνεχίζει να υφίσταται η δυνατότητα να συναντήσει κανείς τον εαυτό του (Ανέκαθεν ανήκε στις ελπίδες του ποιήματος να μιλήσει και για το εντελώς Άλλο) δεν μπορώ να καταλάβω τι έρχεται πρώτο και τι ακολουθεί πώς προετοιμάζεται κανείς να πεθάνει αυτή η πορεία έχει αρχίσει να μην έχω φωνή και αυτό που θέλω να πω να μην υπάρχει 6. Ώρες τώρα σκεφτόμουν να αρχίσω Αυτός δεν είναι ο χώρος. Πουθενά δεν είναι ο χώρος Σε αυτόν τον ανάμεσα χώρο (ανάμεσα σε δύο στον αέρα και το νερό) χώρο απελευθέρωσης ελεύθερης αιώρησης (ανάμεσα στο σώμα και τη σκέψη εσένα και το Άλλο ανάμεσα στα δύο) in statu nascendi in statu moriendi (παύση της ανάσας) Να το θεμέλιο: δίχως χώμα Το ποίημα πατάει στον εαυτό του ο άνθρωπος το ίδιο πρέπει (ζωή, να περνάς από μέσα) να είναι ακόμα Η γλώσσα γίνεται μορφή παρόν Το ποίημα μοναχικό και καθ’ οδόν είναι ήδη μέσα στο μυστικό της συνάντησης 7. Η πέτρα γίνεται πούπουλο όταν ο αέρας γίνει νερό επιλέγω να μη διαλέξω Γράφτηκε γιά την εγκατάσταση ΛΛΗΛ / ΛΗΡ / ΛΥΡ, μιά συνεργασία με την Μαρία Κόντη, στα πλαίσια του “blind date #12” (Βιομηχανικός Χώρος, Κειριαδών και Σφηττιών, Αθήνα, Δεκέμβριος 2006). Προέκυψε μετά από αλλεπάλληλες συναντήσεις και συζητήσεις με την Μ.Κ.. Οι φράσεις με πλάγια είναι από κείμενά της. Στο δικό μου κείμενο ενσωματώνονται επίσης, παραφρασμένες ή αυτούσιες, φράσεις των: Μ.Κόντη, Στεφάν Μαλλαρμέ [μτφρ. Π.Ι.], Ρόμπερτ Μούζιλ [μτφρ. Κ.Σχινά], Πάουλ Τσέλαν [μτφρ. Γ.Σαγκριώτη], Πέγκυ Φήλαν [μτφρ. Μ.Κ.]. Το κείμενο παρουσιάστηκε χειρόγραφο, γραμμένο σε δύο πτυσσόμενα επτασέλιδα. Το κείμενό μου σε λευκό χαρτί γραφής, και, από πάνω του, τα σπαράγματα φράσεων από παλαιότερα κείμενα της Μ.Κ. (που εδώ μεταγράφονται με πλάγια στοιχεία), γραμμένα σε ρυζόχαρτο. [Οι δύο σελίδες με αρ. 4: αριστερά, το ρυζόχαρτο. Η σύνθεσή τους δίνει το τμήμα του κειμένου υπ' αρ. 4 πιό πάνω. Φαίνονται επίσης στο κέντρο της πιό κάτω φωτογραφίας.] Τα σπαράγματα αυτά, προερχόμενα από χωρία της Μ.Κ. που είχα ήδη σημειώσει, τα ιχνογράφησα ακριβώς στην θέση όπου βρίσκονταν στο αρχικό σώμα τους. Συνεπώς, η θέση τους σε σχέση με το 'από κάτω' κείμενο πάνω στο οποίο 'προβάλλονταν' ήταν τυχαία. Τα δύο επτασέλιδα ήσαν στερεωμένα στην μιά τους άκρη με ταινία, πάνω σε ένα μακρόστενο τραπέζι εργασίας που βρέθηκε στον χώρο, ώστε το ρυζόχαρτο να καλύπτει το χαρτί γραφής - μπορούσε ωστόσο κανείς και να το ανασηκώσει. Μπροστά στο τραπέζι, δύο σκαμνάκια επέτρεπαν σε δύο επισκέπτες να κάθονται εμπρός στο κείμενο. Επίσης, μια στοίβα από μικρές ταινίες χαρτιού φέρουσες την ορθογώνια σφραγίδα του έργου, 'ΛΛΗΛ/ΛΗΡ/ΛΥΡ', ήταν στην διάθεση των επισκεπτών, οι οποίοι έγραφαν ό,τι επιθυμούσαν. Καθώς κάθονταν, στο βάθος δεξιά έβλεπαν κρεμασμένο ένα έργο της Μ.Κ. [επιλεκτική ιχνογραφία με μπλε καρμπόν σε παλιό χαρτί από μεγεθυμένο αντίγραφο του πίνακα του Hans Holbein του Νεότερου, Προσωπογραφία άντρα 39 ετών], ενώ στο βάθος μπροστά, τρία σχέδια με καφέ κιμωλία πάνω στον τοίχο, επίσης έργο της Μ.Κ., που φτιάξαμε μαζί εξ ημισείας, υπό τις οδηγίες της.
[φωτ.: Π.Ι.]

14.9.08

χαμένη



παρουσιάστηκε στα πλαίσια της εικαστικής δράσης στην πόλη, "lookout" [αθήνα, σεπτέμβριος 2003]. προβλήθηκε πάνω σε τοίχο πολυκατοικίας κοντά στην συμβολή των οδών βουλιαγμένης και καλλιρόης.

ουτοπ[οι]ία



παρουσιάστηκε στην ομαδική έκθεση "capturing utopia" ['φούρνος', αθήνα, σεπτέμβριος 2005]