31.3.09

σάββατο / άνοιξη



Έρχεται η άνοιξη σαν αυτοκίνητο που πάει τη νύφη.
Αναρριχώμενοι καημοί πνίξαν το σπίτι. Σάββατο βροχής, κι ύστερα ήλιος. Εφημερίδες στον καναπέ. Ώσπου στις τεσσεράμισυ δεν αντέχω άλλο μέσα, και βγαίνω, στο τέλος της λιακάδας. Σε θυμάμαι σαν πόλη, σα να υπήρξε μιά χώρα με πρωτεύουσα εσένα.
Όλα πλυμένα λαμπερά – πρώτη καλοσύνη. Μ’ αλλεπάλληλα κύματα το φως ανατρέπει τις αστήριχτες υποθέσεις. Πασιχαρή παιδάκια χαίρονται το πάρκιν που το ’κάναν πάρκο. Είναι πράσινο, είναι καλύτερο, είν’ ένα τετράφυλλο τριφύλλι.
Περνάω απ’ το βιβλιοπωλείο: έχω παραγγείλει κάμποσα αντίτυπα των βιβλίων της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου. (Γιά δώρα: γενίτσαρος.) Επειδή ήταν πολύ αγαπημένοι, όλη μέρα μπορούσαν να λεν σαχλαμάρες. Το γατί, έχοντας γλιτώσει απ’ τα πόδια του ελέφαντα μέσω της χάρης του, τον αποφεύγει πιά μεν, ακίνητο δε: δεν θέλει να τον λυπήσει παραπάνω, τον άχαρο. Σ’ αυτό που ρωτούν δακρυσμένες οι φράουλες, θ’ απαντήσουν μιά μέρα τα ρόδα με γέλια.
Παίρνω γιά μένα -παρακινημένος απ’ την κριτική βιογραφία του- και τις μεταφράσεις του Φελστάινερ στα ποιήματα του Τσέλαν. Κάτι σαν Χάρις που αποσυρόταν υπήρχε γύρω. Κι αποφασίζω, μετά από μήνες, να πάω στον κινηματογράφο: Άσε το κακό να μπει. («Άσε το σωστό να μπει» λέει ο τίτλος: το βαμπίρ που θέλεις - τον άνθρωπο που χρειάζεσαι.) Αλλά έχω λίγη ώρα κενή και δεν έχω πάνω μου μολύβι. (Πώς θα υπογραμμίζω στο βιβλίο που θέλω αμέσως ν’ αρχίσω;) Βρίσκω τελικά -2Β- στο πέμπτο περίπτερο. (Κανείς δεν αγοράζει πιά μολύβια, και δη απ’ το περίπτερο.) Τ’ αεράκι που φύσαγε σαν κάτι πήγαινε να μου πει, στο μυαλό μου εμένα μιά πόρτα είχε κλείσει. Μπαίνω στο σινεμά, κάθομαι, και ίσα που προλαβαίνω να σημειώσω την ημερομηνία.
Μέσα στο καλαθάκι της εκδρομής ένα έντομο ανάβει τη νύχτα, βαθιά πικραμένο.
Βγαίνοντας, πάλι βροχή. Στο σπίτι, στο κομοδίνο, η βιογραφία του Τσέλαν -«μες σε τζάμια βωμοί αραχνών»- κι από κάτω, τα ποιήματα του Tadeusz Rozewicz - το ‘Κοτσιδάκι’:

Όταν κουρέψαν τα κεφάλια
σ’ όλες τις γυναίκες της μεταγωγής

δυό εργάτες με σκούπες από κλαράκια σημύδας

μάζεψαν

και σωρέψαν τα μαλλιά


Πίσω από τζάμι καθαρό

κείτονται τ’ άκαμπτα μαλλιά

όσων πνιγήκαν μέσα στους θαλάμους αερίων

έχει τσιμπίδια και χτενάκια

μες στα μαλλιά αυτά


Δεν έχουνε φωτός ανταύγειες τα μαλλιά

δεν τα χωρίζει η αύρα

δεν τ’ αγγίζει χέρι κανενός

ούτε βροχή ούτε χείλη


Σε σεντούκια τεράστια

σύννεφα ξερών μαλλιών

αυτών που πνίγηκαν

και μιά πλεξούδα ξέθωρη

κοτσιδάκι με φιόγκο

στο σχολείο το τράβαγαν

άτακτα αγόρια.

Το Μουσείο, Άουσβιτς, 1948

[Τα παραθέματα με πλάγια -και η άχαρη 'περίληψη' της ιστορίας με το γατί και τον ελέφαντα- είναι από το βιβλίο της Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου, Του λιναριού τα πάθη / Ο μέγας μυρμηκοφάγος, Άγρα, 1993. Η απόδοση του ποιήματος του Ταντέους Ρουζέβιτς έγινε από την αγγλική μετάφραση του Άνταμ Τσερνιάβσκι στο: Tadeusz Rozewicz, Poezje wybrane / Selected Poems, Wydawnictwo Literackie, 2008.
φωτ.: Π.Ι., Κρακοβία, Μάιος 2008]

18.3.09

ξανά / ο κήπος





Το Σωσίβιο ξανάπεσε στο νερό (εκδόσεις Καστανιώτη, 'β' έκδοση', 2009):


Ο κήπος

Αυτός ο άνθρωπος 
ήταν για εκείνον τον άνθρωπο 

Όπως το ποντισμένο άγαλμα για το νερό
ο αέρας για το απλωμένο ρούχο

Τα σώματά τους ήταν χώμα και νερό 

του ίδιου κήπου Αλλά ο αέρας έσκισε το ρούχο
– η πέτρα φαγωμένη απ’ το νερό

Ο κήπος μόνο παραμένει


Άκαρπος – όμως κάθε πρωί

βρίσκει το χώμα νοτισμένο

Ο κήπος περιμένει




[φωτ.: λεπτομέρεια από το χαρακτικό της Monika Zawadzka που κοσμεί το εξώφυλλο]

9.1.09

'καιρός γιά διάβασμα'



Πρώτα σε αγνοούν. Μετά γελάνε μαζί σου. Ύστερα σε πολεμούν. Κι ύστερα νικάς.

[Γκάντι, μέσω Solnit]


Oι αφφίσσες που εμφανίστηκαν εντός των ταραχών του Δεκεμβρίου θύμιζαν [κίτρινο / μπλε] τα πρώτα, προ τριετίας, 'Δημόσια Έργα'. Όπως και νά 'χει, η προτροπή (διαπίστωση;) τους, επίκαιρη και χρήσιμη. Μήπως ξεφύγουμε από την πολιτική σύγχυση δρώντων τε και σχολιαζόντων - αλλά και γιά 'καλά μυαλά', και γιά 'παρηγοριά'.

Και είναι ενδιαφέρουσα κι ευτυχής σύμπτωση η 'δίδυμη' εμφάνιση, από τις εκδόσεις 'Οκτώ', των βιβλίων του John Gray, Straw dogs - thoughts on humans and other animals [Αχυρένια σκυλιά], και της Rebecca Solnit, Hope in the dark - the untold history of people power [Ελπίδα στο σκοτάδι].

Το πρώτο (και εφεξής μεταφράζω προχείρως από τις αγγλόγλωσσες εκδόσεις) -με μόττο από τον Λάο Τσου: "Αμείλικτοι ο ουρανός κι η γη, φέρονται στα μυριάδες όντα σαν σε αχυρένιους σκύλους"- κατεδαφίζει ανηλεώς, χρησιμοποιώντας δυτικά εργαλεία, τον μύθο του Διαφωτισμού, γιά να καταλήξει στο επίσης ταοϊστικό συμπέρασμα:

"Τα άλλα ζώα δεν χρειάζονται σκοπό στην ζωή τους. Αντιφάσκοντας στον εαυτό του, το ανθρώπινο ζώο δεν αντέχει χωρίς σκοπό. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε σκοπό της ζωής απλώς το να βλέπουμε;"*

Καταλήγει εκεί ο τέως θατσερικός οικονομολόγος, και νυν απόστολος της δυτικής απαισιοδοξίας, έχοντας 'αποδείξει' μεταξύ των άλλων -σ' αυτό το ανάγνωσμα που προκαλεί πραγματική δυσφορία με την σκληρότητά του, αλλ' είναι εντέλει λυτρωτικά ψυχωφελές- πως:

- Η γη κάλλιστα -και δη 'ανακουφισμένη'- θα συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο - που, έτσι όπως πάει, δεν θ' αργήσει να εξαφανίσει το ίδιο του το είδος ["Η ηθική είναι ασθένεια αποκλειστικά των ανθρώπων, ο αγαθός βίος είναι εκλέπτυνση των αρετών των ζώων"],

- Ο Διαφωτισμός -και οι σύγχρονες μεταμορφώσεις του, εντός των οποίων όλοι μας, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, εκόντες άκοντες διαμορφωνόμαστε- δεν είναι παρά άλλη μιά θρησκεία λύτρωσης, όπου τον θεό αντικατέστησαν η πρόοδος και η ηθική βελτίωση του ανθρώπου διά της γνώσεως - τεκμήρια γιά τις οποίες δεν υφίστανται, φευ. ["Κοινωνίες θεμελιωμένες στην πίστη στην πρόοδο δεν μπορούν να αποδεχτούν την φυσιολογική δυστυχία του ανθρώπινου βίου", "Η αλήθεια είναι πως δεν φοβόμαστε το πέρασμα του χρόνου επειδή γνωρίζουμε τον θάνατο. Φοβόμαστε τον θάνατο επειδή αντιστεκόμαστε στο πέρασμα του χρόνου", "Ο αθεϊσμός είναι όψιμο άνθος του χριστιανικού πάθους γιά την αλήθεια. Ουδείς παγανιστής είναι πρόθυμος να θυσιάσει την χαρά της ζωής χάριν της απλής αλήθειας", "Πολύ λίγα απ' όσο έχουν βαρύνουσα σημασία στις ζωές μας απαιτούν την συνείδηση. Πολλά απ' όσα είναι ζωτικής σημασίας προκύπτουν μόνο απουσία της"],

- Άρα, μήπως θα ήταν προτιμότερο -γιά τον άνθρωπο, αλλά και γιά τα λοιπά έμβια όντα- να ‘καθήσει στ' αυγά του’ λιγάκι, και να πάψει να προσπαθεί να 'βελτιώσει' τον κόσμο δια της γνώσεως, της 'ανάπτυξης', και άλλων κυριολεκτικώς Σατανικών εφευρημάτων; ["Η Ευρώπη οφείλει ικανό μέρος της δολοφονικής της ιστορίας σε σφάλματα απότοκα του αλφαβήτου", "Οι χρήσεις της γνώσης πάντα θα μετατοπίζονται και θα παραμένουν στραβές όσο κι οι ίδιοι οι άνθρωποι", "Η πνευματική ζωή δεν είναι αναζήτηση νοήματος αλλά αποδέσμευση απ' αυτό"]

Γιά να συνέλθουμε από την 'απαισιοδοξία' του Γκραίυ, στρεφόμαστε λοιπόν πάραυτα στην Καλιφορνέζα Σόλνιτ, ιστορικό του πολιτισμού και ενεργό ακτιβίστρια, κυρίως σε θέματα περιβάλλοντος και δικαιωμάτων του πολίτη.

Αναγνωρίζοντας πως η πρόσφατη ιστορία είναι πολύ δύσκολο να γραφτεί πειστικά και να παράσχει στέρεα συμπεράσματα, εννοεί εντούτοις να συγκεντρώσει και να επισημάνει ένα πλήθος από 'μικρές νίκες' που έχουν προκύψει από σχετικά πρόσφατες -ειρηνικές και μαζικές- διεκδικήσεις και διαμαρτυρίες: εθνικοί δρυμοί που ξέφυγαν απ' την 'ανάπτυξη', πυρηνικές δοκιμές που ακυρώθηκαν, κ.ά.

Εδώ ας σταθώ (είναι κι αυτή μιά στάσις, νιώθεται):

"[] οι μεταμορφώσεις [] ξεκινούν στην φαντασία, την ελπίδα. Να ελπίζεις σημαίνει να τζογάρεις. [] Το να ελπίζεις είναι επικίνδυνο, κι όμως είναι το αντίθετο του φόβου, γιατί ζω σημαίνει διακινδυνεύω", "Η επανάσταση δεν μοιάζει κατ' ανάγκην με επανάσταση", "Όταν οι ακτιβιστές περνούν τον Παράδεισο γιά κάποιον στόχο που πρέπει να φτάσουν, παρά γιά μιά ιδέα βάσει της οποίας θα πλοηγηθούν στην γη, ‘καίγονται’ οι ίδιοι, ή στήνουν μια ουτοπία ολοκληρωτισμού στην οποία καίγονται άλλοι στην πυρά. Μην περνάς την λάμπα γιά φεγγάρι, και μην πιστεύεις ότι το φεγγάρι είναι άχρηστο εκτός κι αν το πατήσουμε", "Αν ενσαρκώνεις όσα επιδιώκεις, έχεις ήδη επιτύχει", "[του Alphonso Lingus:] Πρέπει πραγματικά να ελευθερώσουμε την έννοια της απελευθέρωσης και της επανάστασης από την ιδέα της μόνιμης ίδρυσης ενός άλλου τύπου κοινωνίας", "Σκοπός του ακτιβισμού και της τέχνης, ή τουλάχιστον των δικών μου, είναι να φτιάξεις έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι παράγουν νόημα, παρά το καταναλώνουν", "Αλλ' η ελπίδα δεν αφορά αυτό που προσμένουμε, είναι εναγκαλισμός της ουσιώδους μη εννοησιμότητος του κόσμου, των ρήξεων με το παρόν, των εκπλήξεων".

Καιρός γιά διάβασμα – σήμερα, όχι αύριο.


* Παρόλη την αμφισημία του αγγλικού "just to see", η τυπωμένη μετάφραση, "να κατανοούμε", έχω την αίσθηση πως παραβιάζει το –και διά των προηγηθέντων υποστηριζόμενο– νόημα. Και το -αντί του 'ομαλότερου' στα ελληνικά, "κοιτάμε"- "βλέπουμε" διατηρεί κι αυτό μιάν ελαφρά αμφισημία, εκ της μάλλον ξενόφερτης, παραταύτα, χρήσης του, αντί του "κατανοώ" ή "διανοούμαι" - π.χ. "δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό".


Υ.Γ.: Με το καλό να μεταφραστούν και το
Wanderlust - a history of walking, και το A field guide to getting lost, δυό ακόμη, ίσως πιό 'προσωπικά' -ιδίως το δεύτερο- και επίσης άκρως ενδιαφέροντα βιβλία της Σόλνιτ.


[φωτ.: π.ι., 2006]

5.1.09

καλή φώτιση / 2009



...μιά φωτογραφία -της Τίνας Ρώτα- που παραμένει επίκαιρη, εντός και εκτός Ελλάδος...

[Λεξικό των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: το μόνο βιβλίο που έχει διασωθεί -μείνει στα αζήτητα- από την σπασμένη και λεηλατημένη βιτρίνα του 'Κάουφμαν' της Σταδίου - 10.xii.2008]

29.12.08

καλή χρονιά



μες στ' άνθη της αγριοκερασιάς
ξέπνοη από τ' άρωμα
η οργή μου
έπεσε στα γόνατα

στάθηκα από πάνω της
τρέμοντας ανίσχυρη
ενώ εσύ - στεκόσουν πίσω μου

και πιό γοργά απ' όσο τρέχει το νερό
πήρες τα χέρια μου
και τά 'δεσες
με φιλήματα

και τότε - ήταν κι η αγριοκερασιά
κι η αγριοκερασιά
κοιτούσε -



Άτιτλο ποίημα που ανοίγει την πρώτη συλλογή, Ύμνος στο είδωλο, της πολωνής Halina Poswiatowska. Το βιβλίο τυπώθηκε το 1958, όταν η Χαλίνα Ποσβιατόβσκα ήταν 23 χρονών. Σε εννιά χρόνια θα ήταν νεκρή, μετά την δεύτερη εγχείριση στην καρδιά της που είχε βλαφτεί από τις συνέπειες στρεπτοκοκκικής λοίμωξης, όταν, παιδάκι, ενόσω κρυβόταν με τους γονείς της από τους Ναζί, ψηνόταν επί μέρες στον πυρετό.

Είμαι -γιά προφανείς λόγους- κατά των 'μεταφράσεων' που γίνονται από μεταφράσεις (εξ ου και πρόχειρα επιχειρώ την διάκριση με τον πιό ευρύχωρο όρο 'απόδοση'). Όμως, κατ΄ανάγκην -οδηγημένος από την επιθυμία ν΄ακούσω αυτό το έξοχο ποίημα στα ελληνικά- χρησιμοποιώ την μετάφραση στα αγγλικά της Maya Peretz, από την δίγλωσση έκδοση, Halina Poswiatowska,
wlasnie kocham... / indeed I love... [Wydawnictwo Literackie, Krakow, 2006].

Σαν μικρό πρωτοχρονιάτικο δώρο, προς φίλους γνωστούς και αγνώστους.



[φωτ.: από εδώ]

12.12.08

Ανατροφή ενός νέου ποιητή


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Ανάμεσα σε σύρματα και πικροδάφνες περιπολούμε την ανία τη σιωπηλή οργή τη θλίψη της σκοπιάς μέσα στο δάσος» γράφει ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο «Σωσίβιο» (εκδόσεις Καστανιώτη). Μίλησε στον Μ. Ηulot για τις επιρροές του και το κοινό «αίτημα» που έχει από την ποίηση και τη φωτογραφία.

Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης, γεννημένος το 1967 στην Αθήνα, όπου και ζει, με σπουδές στη Βιολογία και στην Εκπαίδευση, εμφανίστηκε με δημοσιευμένα ποιήματά του το 1996 στην «Οδό Πανός». Δώδεκα χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο Το σωσίβιο(εκδ. Καστανιώτη). Είχαν μεσολαβήσει ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων (Seamus Heaney, Thom Gunn, Robert Creeley, Andrew Motion) στα περιοδικά «Ποίηση», «Πλανόδιον», «Νέα Εστία» και «αντί», η παρουσίαση των ποιημάτων του στη σειρά εκδηλώσεων «16 Νέοι Έλληνες Ποιητές» της θεατρικής εταιρείας Πράξη το 1997, και το Β' Βραβείο Ποίησης στην «Α' Συνάντηση Νέων Δημιουργών (Σχολή Βακαλό)» το 1998. Προ δύο εβδομάδων, ο Βασίλης Διοσκουρίδης έλεγε στην (ηλεκτρονική έκδοση της) LifO: «Ο Πούσκας, ένας μεγάλος Ούγγρος παίκτης και προπονητής του Παναθηναϊκού, είχε πει ότι ο ποδοσφαιριστής πρέπει να έχει 15% ταλέντο, 35% προπόνηση και 50% να ξέρει τι σκέφτεται την ώρα που μπαίνει στο γήπεδο. Αν αυτό το απομακρύνετε από το ποδόσφαιρο και το πάτε στη λογοτεχνία, το ίδιο συμβαίνει με έναν ποιητή ή έναν πεζογράφο. Δεν είναι πρώτο και κυρίαρχο το ταλέντο... (Ο Παναγιώτης Ιωαννίδης στο Σωσίβιο) έχει ταλέντο, προπονείται και ξέρει τι σκέφτεται ή τι θέλει να πει, όταν το κονδύλι του ακουμπά το χαρτί».

Η συνομιλία μας έγινε την επομένη της κυκλοφορίας εκείνου του τεύχους - στον ενικό, μιας και γνωριζόμαστε χρόνια, χάρη στη μουσική.

Πώς σου ακούστηκαν τα λόγια του Βασίλη Διοσκουρίδη; 

Νομίζω πως το μόνο που μου επιτρέπεται να πω είναι ότι, για κάποιον που έχει πάντα υπάρξει ένα μηδενικό στο ποδόσφαιρο, τα λόγια αυτά είναι διπλά χαρμόσυνα! 

ΣτηνΑνατροφή του ποιητή διακρίνω έναν απόηχο Ελύτη στο στίχο «έξι χρόνια αρκούν για να φτιάξεις τη δική σου αλφαβήτα». Γενικότερα, ποιες είναι οι επιρροές σου;

Ο συγκεκριμένος στίχος προσπαθεί να περιγράψει με ακρίβεια ένα πραγματικό συμβάν: ένα παιδί, που μεγαλώνοντας θα γράψει ποιήματα, απομακρυσμένο από τον πολιτισμό για έξι κρίσιμα χρόνια, σιγά σιγά αλλοιώνει το σχήμα των γραμμάτων, με το δικό του τρόπο. Όσο για τις επιρροές, είναι δύσκολο να τις διαγνώσει κανείς ο ίδιος. Φυσικά, δεν θα μπορούσε κανένας σοβαρός άνθρωπος να τις αρνηθεί. Αλλ' ίσως είναι ευκολότερο να μιλήσεις για έργα ή ανθρώπους που αγαπάς ή θαυμάζεις.

Πες μου τότε για τις αγάπες σου και τους ανθρώπους που θαυμάζεις.

Αν μείνουμε στη νεοελληνική ποίηση είναι -καμιά πρωτοτυπία εδώ!- καιο Σολωμός και ο Κάλβος καιο Καβάφης. Γυρνώντας στα πιο κοντινά μας χρόνια, πιστεύω ότι ο Γκάτσος, ο λεγόμενος «του ενός βιβλίου», δεν έχει ακόμα τη θέση που θα πάρει όταν περάσει ο καιρός. Από την άλλη, και ο Ασλάνογλου επίσης δεν στέκει εκεί όπου ελπίζω ότι θα τον βλέπουμε στο μέλλον. Έπεσε σε μια εποχή που το λυρισμό τον κοιτάγαμε καχύποπτα. Τέλος, φαντάζομαι ότι είναι φυσικό για οποιονδήποτε γράφει σήμερα να είναι αμφίθυμος, ή, εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον επιλεκτικός σε αυτά που αγαπάει -ή που τον βοηθούν- στον Σεφέρη και στον Ελύτη. Νομίζω ότι το εγχείρημα και των δύο και η -σε μεγάλο βαθμό- κατορθωμένη φιλοδοξία τους ήταν όχι μόνο η προσωπική έκφραση αλλά και το πλάσιμο μιας γλώσσας που θα ήταν -ας το πούμε έτσι- και εθνικά ωφέλιμη. Ένα πολύ μεγάλο βάρος, πιστεύω, για να αναληφθεί συνειδητά από οποιονδήποτε. Βέβαια, το ίδιο επεδίωκε και ο Σολωμός - έχω την αίσθηση όμως ότι στον Σολωμό η μη συνειδητή ποιητική ορμή, συχνότατα, και με τη λαμπρότητα που μας τυφλώνει στα γραπτά του, υπερσκέλιζε το σχέδιο που εκείνος κατάστρωνε με τόση προσοχή.

ΈχειςμεταφράσειHeaney, Gunn, Motion, Creeley. Με ποια κριτήρια επιλέγεις τα ποιήματα που μεταφράζεις;

Μεταφράζω μόνο κάτι που, τον καιρό που καταπιάνομαι με αυτό, μου αρέσει τόσο ώστε να με απασχολεί επίμονα και να με κάνει να αποδεχθώ ένα στοίχημα. Να δω αν μεταφέροντάς το στη δική μου γλώσσα, θα εξακολουθεί να με συγκινεί σε παρόμοιο βαθμό. Ή, αλλιώς: αν μπορώ -με χαρά εξαναγκαζόμενος- να βρω στα ελληνικά έναν τρόπο ανάλογο με αυτόν του πρωτοτύπου. Να διερευνήσω, δηλαδή, ως τεχνίτης, τη δυνατότητα χρήσης της δικής μου γλώσσας με διαφορετικούς τρόπους -που βέβαια δεν είναι δικοί μου- υποτασσόμενος σε αυτό που ορίζει το πρωτότυπο και προσπαθώντας να το ακολουθήσω ή να το αντιστοιχίσω με κάτι που να λειτουργεί στα ελληνικά, και να μην ξενίζει, παραπάνω απ' όσο το ίδιο το πρωτότυπο «ξενίζει» εντός της δικής του γλώσσας.

Δεν είναι όμως πάντα άλλο ποίημα το μεταφρασμένο, σε σχέση με το πρωτότυπο;

Εξ ορισμού. Πιστεύω όμως ότι αξίζει τον κόπο να προσπαθεί κανείς να διατηρήσει πολλά πράγματα από το πρωτότυπο - ακόμα και ως προς το ρυθμό, έστω μετατοπίζοντάς τον σε ρυθμούς που νιώθει αντίστοιχους στα ελληνικά. Ή και τους ίδιους τους φθόγγους, όπως για παράδειγμα τη σκληρή, γεμάτη σύμφωνα γλώσσα του Heaney που ελπίζω ότι και στα ελληνικά καταλήγει να είναι πιο αιχμηρή από την πιο ρέουσα γλώσσα του Gunn, και διακριτή από τη στακάτη γλώσσα του Creeley.

Φωτογραφία, ποίηση, εκφράζεσαι και με τα δύο: τι κοινό μοιράζονται;

Η αλήθεια είναι πως πάει σχετικά λίγος καιρός που ξανάρχισα να ασχολούμαι με τις εικόνες - οπότε ας μη λέμε μεγάλα λόγια. Ωστόσο, εικόνες και ποίηση νομίζω πως μοιράζονται κάτι: αποπειρώνται να απαθανατίσουν μια στιγμή που αλλιώτικα χάνεται ή τέλος πάντων παραμένει στη μνήμη και ενδεχομένως είναι δύσκολο να ανασυρθεί. Επίσης, όμως, μπορούν και οι δύο, χρησιμοποιώντας την πραγματικότητα, να στήσουν μιαν άλλη πραγματικότητα, όπως θα την προτιμούσαμε ή όπως εμείς την εννοούμε. Λέγοντας βέβαια «στιγμή», εννοώ αυτό το πλουσιότατο αίνιγμα που μας αφήνει άφωνους. Χρονικά στιγμιαίο, αλλά στην ανάπτυξή του με λέξεις -που είναι αγώνας από χέρι χαμένος- να σου παίρνει κατεβατό, ενώ με μια εικόνα να μη χρειάζεται καμία επεξήγηση και να παραμένει σύνθετο, φιλόξενο, ανοιχτό.

 

(Συνέντευξη στην )


11.12.08

γιά την λύση



(Που ίσως και να μην υπάρχει. Αλλά πρέπει διαρκώς να την ψάχνουμε.)

Έφτανα στο Πεδίο του Άρεως καθώς ξεκίναγε η πορεία της Κυριακής. Στο ρεύμα της ανόδου της Αλεξάνδρας, πλήθος οργισμένα πρόσωπα και συνθήματα, αλλά με ήρεμο βηματισμό, μαζί με προτροπές απ’ τις ντουντούκες, να φτιαχτούν αλυσίδες περιφρούρησης. Στο οδόστρωμα της καθόδου, ωστόσο, χώρια απ’ την πορεία, ομάδες παιδιών με τις βέργες στα χέρια, αρχίζουν να σπαν τα τζάμια στις στάσεις των λεωφορείων, ν’ αναποδογυρίζουνε τους κάδους, ν’ ανάβουν τα σκουπίδια.

Ένας συνομήλικός τους είχε δολοφονηθεί, κι εκείνοι άνοιγαν γιορτή καταστροφής και, αργότερα, μέσ’ απ’ τις σπασμένες βιτρίνες, πλιάτσικου.

Αναρχικοί; Όσα άξια παραδείγματα αναρχισμού γνωρίζω, βασίζονται σε αυτοργανωμένες ειρηνικές κοινότητες. Αντιεξουσιαστές; Αρωγοί μάλλον της εξουσίας: χρήστες του χείριστου όπλου της, της βίας. Σε δόσεις τέτοιες που, σαν πυροτεχνήματα θεαματικές –όπως ταιριάζει σ’ αυτήν την κοινωνία, που, απρόσεχτα, όλοι, λίγο ώς πολύ, τρέφουμε (με τις σάρκες μας)– γρήγορα σβήνουν δίχως αποτέλεσμα. (Ή με μόνο αποτέλεσμα την εντεινόμενη βία.)

Μήπως κάποιοι που δεν έχουν τι άλλο να κάνουν τον πόνο; Που πάνω του όρμησαν και κόλλησαν και η οργή, και η απόγνωση: γιά όσους ασφαλίζουν τα προνόμιά τους μες στην κρίση που οι ίδιοι έπλασαν, γιά τα ακατάλληλα όργανα ‘της τάξεως’, γιά το μηνιάτικο που δεν φτουράει. (Δεν είναι τώρα η στιγμή –αλλά πρέπει κι αυτήν επειγόντως να την βρούμε– γιά ν’ αναρωτηθούμε τι κουμάντο κάνουμε. Στο μηνιάτικό μας, στην ψήφο μας, στα λόγια μας, σε όλα.)

Ή μήπως κάτι απλώς εφιαλτικό; Που σε ξυπνάει κάθιδρο στη μαύρη νύχτα, κατάδικό σου τρομερό γέννημα –απ’ ό,τι δεν χωράει– που ωστόσο παραμένει αδιανόητο.

Από την μιά μεριά, καταστροφή και ακύρωση, κι από την άλλη –εκ νέου ορατός– ο κίνδυνος μετάλλαξης της εκτόνωσης σε εξέγερση. Θά ’ναι λοιπόν γιά πάντα η μόνη επιλογή αυτή; Ανάμεσα στην, συνήθως μισοκοιμισμένη από τα χρόνια, Σκύλλα της εκάστοτε καθεστηκυίας εξουσίας, και στην αφηνιασμένη Χάρυβδη μιάς νεοσύστατης ‘Επαναστατικής Αστυνομίας’;

Ματ. Η παρτίδα τελειώνει ξανά.

Αθεράπευτα ανθρωπιστής αστός, πεισμωμένος συλλέκτης των κουρελιών του διαφωτισμού, και, αναπόφευκτα, τυχερός που έχει ζήσει μιά προστατευμένη, από κάθε άποψη, ζωή, δεν μπορώ, δυστυχώς ίσως –δυστυχώς, γιατί κι η άναρθρη κραυγή γίνεται κάποτε ο μόνος τρόπος να πάρεις ανάσα πριν πας παρακάτω (αν το μπορείς)– να δω την βία –ούτε καν αυτήν που προέρχεται από την οργισμένη οδύνη– ως λύση. (Με παρηγορεί λιγάκι που φίλος ξεσκολισμένος, και από πολιτική και από ιστορία και από το δρόμο, μοιάζει να συμφωνεί. Δηλαδή να απορεί.) Και η λύση, έστω μιά άκρη της, ας είναι κι ένας στοχασμός μονάχα, είναι αυτό που ακριβώς επείγει, και οφείλουμε να το εφεύρουμε –αν η Ιστορία δεν μπορεί να μας βοηθήσει– έστω και τώρα.

Το βλέπω ήδη: νομίζω πως μιλάω, ενώ μουγκρίζω με σφιγμένα δόντια. (Σαν κάποιον που παρασώπασε.)



[το κείμενο δημοσιεύεται στην lifo, 11.12.2008, συνοδευόμενο -στην ηλεκτρονική έκδοση- από την φωτογραφία του αλέξανδρου κατσή που επίσης αναπαράγεται εδώ]



Υ.Γ. (Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου 2008): Διαβάζοντας καθυστερημένα τις εφημερίδες που κυκλοφόρησαν από την Παρασκευή, 12/12, και δώθε, και αναλογιζόμενος ξανά το πιό πάνω κείμενο, γραμμένο την Δευτέρα, 8/12, θέλω να κάνω τις εξής (προφανείς ίσως, αλλ' απαραίτητες) διευκρινίσεις/διορθώσεις:

- Όντως είδα εφήβους -'παιδιά'- να τα σπάνε την Κυριακή, 7/12, το μεσημέρι, στην αρχή της Λ. Αλεξάνδρας - και, αργότερα, πλιάτσικο στην Χέυδεν. Αυτό το περιστατικό, όμως -και η χρήση του στο κείμενο- δεν σημαίνει βεβαίως ότι η πλειονότητα -ή έστω κι ένας ικανός αριθμός- των χιλιάδων παιδιών [και μη παιδιών] που κατέβηκαν στους δρόμους γιά να διαμαρτυρηθούν, είναι βάνδαλοι ή πλιατσικολόγοι.

- Το ρήμα 'δολοφονηθεί' να αντικατασταθεί -τουλάχιστον μέχρι το πέρας της δίκης- με το 'φονευθεί' [του οποίου η λογιότερη μορφή με είχε αρχικώς φοβίσει - ενώ το εναλλακτικό 'σκοτωθεί' μου είχε φανεί ανεπίτρεπτα απρόσωπο.] Χωρίς αυτό βεβαίως να μεταβάλλει στο παραμικρό την ευθύνη του ειδικού φρουρού έναντι της υπηρεσίας του και των κανόνων της - συνεπώς και την καταλληλότητά του να προστατεύει, διατεταγμένα, την ζωή των πολιτών.

6.12.08

μιά [μη;] τυχαία συνάντηση



Στο ταξίδι –αρχές Νοεμβρίου– θέλησα να πάρω μαζί μου ένα λιγότερο ογκώδες βιβλίο απ’ αυτό που ήδη διάβαζα. Στράφηκα στο ράφι με τα «Αδιάβαστα / Επείγοντα»: το A chance meeting της Rachel Cohen περίμενε υπομονετικά καναδυό χρόνια. Είχα πρωτοσυναντήσει αυτήν την αλυσίδα «τυχαίων [ή όχι και τόσο] συναντήσεων» μεταξύ Αμερικανών καλλιτεχνών σ’ έναν πάγκο του λονδρέζικου “Foyles”: η παρουσία πολλών αγαπημένων ονομάτων –Χένρυ Τζαίημς και Ελίζαμπεθ Μπίσοπ, Έντουαρντ Στάιχεν και Ρίτσαρντ Άβεντον– την έκανε αμέσως ακαταμάχητα θελκτική. Στην επιλογή της, όμως, την συγκεκριμένη στιγμή, ως αναγνωστικής συντροφιάς, ίσως, υποσυνείδητα, να οδήγησε και η ανάγκη ενός ‘φυλαχτού’ –τάμα και ξόρκι μαζί– γιά τις επικείμενες αμερικανικές εκλογές. Και η ευχή, η απολαυστική καταβύθιση στον κόσμο που έφτιαξαν μέσα σ’ έναν αιώνα –από το τέλος του Αμερικανικού Εμφυλίου, μέχρι το τέλος του αμερικανικού απάρτχαιντ– άνθρωποι που δεν ασχολούνταν μόνο με την τέχνη τους –άντρες και γυναίκες, λευκοί και μαύροι– αλλά και συνομιλούσαν, όταν δεν τα συνδιαμόρφωναν, με τα πολιτικά και κοινωνικά ρεύματα του καιρού τους, επηρέαζοντας όχι μόνο τη χώρα τους, αλλά και την Ευρώπη, με την οποία είχαν δεσμούς στενούς –ενίοτε και αίματος– όσο και αμφίθυμους – η ευχή, η καταβύθιση στον κόσμο αυτόν να λειτουργήσει συγχρόνως ως μαγική επίκληση της αναζωπύρωσής του, και ως θωράκιση έναντι του συνεχιζόμενου ακρωτηριασμού του.

Στην πτήση, την απόλαυση άρχισε να μετρά αυτοσχέδιος σελιδοδείκτης από ωραία φωτογραφία του περιοδικού της αεροπορικής εταιρείας. Την επομένη της προσγείωσης, και πριν αυτός καλά καλά αγγίξει την σελίδα 60, το απευκταίο είχε αποφευχθεί. Η εκλογή του Ομπάμα –έστω μένοντας στο ανυπολόγιστο συμβολικό βάρος της– δικαίωνε και την αισθαντική δημοκρατικότητα του Γουώλτ Γουίτμαν, και το δημιουργικό θράσος της Γερτρούδης Στάιν – αγαπημένης φοιτήτριας, στην Ψυχολογία, του Γουίλλιαμ Τζαίημς. Και την μαχητικότητα του –έτερου αγαπημένου φοιτητή του Γ.Τ.– μαύρου διανοούμενου W.E.Β. Du Bois, και την πρωτάκουστη λαϊκή εντοπιότητα του Μαρκ Τουαίην – τον οποίο θαύμαζε και προέβαλλε σθεναρά ο πατρίκιος των βοστονέζικων γραμμάτων, William Dean Howells, αδελφός εν γραφίδι του Χένρυ Τζαίημς.

Η ευχή ευοδώθηκε – ας χαρούμε λοιπόν όσο προλάβουμε. Γιατί, όπως πίσω από τον Χένρυ Τζαίημς κρύβονται από πάντα δεκάδες συγγραφείς «της προθήκης του ταμείου του σουπερμάρκετ», έτσι –και πολύ χειρότερα– πίσω από κάθε Ομπάμα (συμβολικό ή πραγματικό, δεν έχει εδώ σημασία), καραδοκούν άραγε ποιός ξέρει πόσες ακόμα Σάρα Παίηλιν.



[στην φωτογραφία: αριστερά η ποιήτρια elizabeth bishop, δεξιά o συγγραφέας και ακτιβιστής w.e.b. du bois. το κείμενο δημοσιεύτηκε στην καθημερινή, 6.12.2008]

27.11.08

κατάπλους



03.xii.2008, 19:00-21:00 _ το βιβλιοπωλείο 'ελευθερουδάκη' [πανεπιστημίου 17, αθήνα] και οι εκδόσεις καστανιώτη μας προσκαλούν να υποδεχτούμε το σωσίβιο
[φωτ.: π.ι.]

14.11.08

robert frank



είδα την επετειακή -50 χρόνια από την πρώτη δημοσίευση- έκδοση του λευκώματος του, γεννημένου ελβετού, πλην 'αμερικανού' υπό μία έννοια, φωτογράφου robert frank, the americans, και την λιμπίστηκα

ήταν από τα αγαπημένα βιβλία του thom gunn: ο ίδιος έλεγε πως τον είχε επηρεάσει πολύ στην διαμόρφωση της 'αμερικανικής' ματιάς του, και της 'ελευθερίας' των ποιημάτων που έγραψε στην 'δεύτερη πατρίδα' του. το βράδυ ξέθαψα την μικρή μονογραφία της photofile [thames & hudson, 1991] αγορασμένη στο λονδίνο πριν από 13 χρόνια

ο πρόλογος, του ίδιου του φρανκ, ξεκινάει:

"θά 'θελα να κάνω μιά ταινία που θ' ανακάτευε τις ιδιωτικές όψεις της ζωής μου με τη δουλειά μου, που είναι δημόσια εξ ορισμού

μιά ταινία που θα έδειχνε πώς οι δύο πόλοι αυτής της διχοτομίας ενώνονται, αλληλεμπλέκονται, αντιδιαστέλλονται, και μάχονται ο ένας τον άλλον, όσο και αλληλοσυμπληρώνονται, ανάλογα με τη στιγμή"

'φωτογραφία δρόμου' στην αρχή, αλλ' αντί να παραμονεύει σαν τον henri cartier-bresson, και να 'τελειοποιεί' την τύχη, υποτάσσοντάς την σ' έναν έστω ελάχιστο φορμαλισμό, ο φρανκ σαν να της αφήνεται. σοφά και 'απλά' κάδρα, και χιούμορ - σχεδόν ένα τίποτα. μέχρι να κοιτάξεις καλύτερα. και αργότερα, αφού πειραματίστηκε με την κινηματογράφηση, οι εικόνες 'διαφεύγουν', φλουτάρουν, τυπώνει πολλά πλάνα στην ίδια εικόνα, γράφει πάνω στο αρνητικό: ο θρίαμβος της ελευθερίας



το βασικό ζητούμενο πραγματωμένο: η απορρύθμιση, η χαλάρωση του λόγου, η ανάδυση του άλλου

27.10.08

ξαφνικά



η φίλη τ. μου χάρισε το πανέμορφο ημερολόγιο των faber & faber γιά το 2009. ξεφυλλίζοντάς το, έπεσα πάνω στο 'sheep in fog' της sylvia plath - και τα collected της ξανακατέβηκαν απ' το ράφι

μερικές φορές νοιώθεις την σφοδρότητα της επιθυμίας να μεταφράσεις ένα ποίημα όπως νοιώθεις ανεξέλεγκτα την επιθυμία να καταπιείς ολόκληρο ένα ωραίο πρόσωπο



Πρόβατα σε ομίχλη

Οι λόφοι
μ' ένα βήμα χάνονται στο λευκό.
Άνθρωποι ή άστρα
Με κοιτούν θλιμμένα, τους απογοητεύω.

Το τραίνο αφήνει μιά γραμμή ανάσας.
Ω αργό
Άλογο στο χρώμα της σκουριάς,

Οπλές, γοερές καμπάνες -
Όλο το πρωί το
Πρωί
ολοένα μαύριζε,

Εγκαταλελειμμένο άνθος.
Τα οστά μου βαστούν μιά σιγαλιά, τα πέρα
Λειβάδια λυώνουν την καρδιά μου.

Απειλούν
Να με περάσουν σε παράδεισο
Άναστρο κι ορφανό από πατέρα, νερό μαύρο.